Εύπλους
Στο μεταξύ, ανάμεσα στις λέξεις, μας βρήκε και η βροχή, χτες και σήμερα. Πάντα μου συμβαίνει αυτό, όποτε με γλυκαίνει η γλώσσα. Είμαι βροχοποιός εκ γενετής, αλλά υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Πρέπει να επιμείνουμε λοιπόν, να γεμίσουν οι ταμιευτήρες στη γλυκιά κοιλάδα του Τζάρας, να πιουν και οι πέτρες το μερτικό τους. Το όλο πράγμα της εκδήλωσης στο Πανεπιστήμιο είναι ο αστείος κυκεώνας που πάντα ανακύπτει σαν έχουμε να μοιράσουμε δυο γαϊδάρων άχυρα. Δεν πειράζει. Νά ένα τέλος που κάποτε ονειρεύομαι να μου χαριστεί, αλλά άπιστος και θρασύς δεν έχω ελπίδα.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο νεκρός ταξιδιώτης (1910)
Και ήτον καλής ψυχής άνθρωπος, ο συχωρεμένος ο Κώστας του Σταματάκη. Φαίνεται, είχε τάξει εις την Παναγίαν την Κ'νιστριώτισσαν, να τον αξιώση να ταφή εις το χώμα της μικράς νήσου του - εκεί επάνω εις τον θαλασσόπληκτον βράχον, όπου τα κύματα φαίνονται να τραγουδούν μυστηριώδες νανούρισμα εις τους νεκρούς - και η Παναγία η Κ'νιστριώτισσα του παρεχώρησε το ταπεινόν αίτημα, αφού από την στιγμήν που έπλευσε ναυαγός εις το κύμα, και απέδωκε την απλοϊκήν ψυχήν του πελαγωμένος εις την πάλην με τον Χάρον τον θαλάσσιον, δεν έπαυσε να αντικρύζει τον έρημον ναΐσκον της πέραν, εις το δυτικόν πλάγι του χαριτωμένου νησιού. Εκεί λοιπόν αγνάντευε, κι εκεί ήτον προσκολλημένος ο πόθος του, μέχρι της τελευταίας στιγμής του.
...
Ο άνθρωπος αφήκε την τελευταίαν πνοήν υπό το κύμα, όπου εβυθίσθη κατ' αρχάς, είτα το νεκρόν σώμα ανέδυ εις την επιφάνειαν, κι έβαλε πλώρην, καθώς είπεν ο αδελφός του, φερόμενον υπό των κυμάτων, κατά την νοτιάν· και αρμένισεν, αρμένισε πολλά μίλια εωσότου έφθασεν εις το θαλάσσιον τρίστρατον... Εκεί εταλαντεύθη πολύ, συρόμενον πότε από τα ρεύματα, πότε ωθούμενον από τα απόγεια της ξηράς και από τας θαλασσίας αύρας, τέλος έβαλε πλώρην κατά τον λεβάντην και τον σορόκον. Διαπόντιος νεκρός, χωρίς ποτέ να γίνει υποβρύχιος. Τα κύματα ως να ώκτειρον τόν ποτε ναύτην, μαλακά μαλακά τον προέπεμπτον εις τον πένθιμον δρόμον του. Τα ψάρια του αφρού επήδων τριγύρω του, εδοκίμαζον να τον πλησιάσουν, και πάλιν, ως να ηλαύνοντο από αόρατον δύναμιν, έφευγον μακράν του. Τα δελφίνια τον παρέκαμπτον ευλαβώς, αι φώκαι εκρύπτοντο εις τα υποβρύχια άντρα των, τα σκυλόψαρα απεχώρουν εις την διάβασίν του. Ο θαλασσοπόρος νεκρός, ως να είχεν ακόμη πυξίδα και πηδάλιον εις αυτό το σκέλεθρόν του, δεν έχασε ποτέ την κατεύθυνσίν του. Διέπλευσεν ακόμη οκτώ ή δέκα μίλια, όλον το νότιον πλάτος της μικράς νήσου του, και είτα εστράφη πάλιν. Έβαλε πλώρην κατά τον βορράν, και ήρχισε να εισπλέει τον λιμένα της πατρίδος του...
المسافر الميّت ..
لقد كان "كوستاس" المتوفّي, ابن "ستمتاكيس", رجلاً صالحاً.
ومن الواضح أنه كان قد قطع عهداً لمعبد مريم العذراء على أن تسمح له بأن يُدفن في تراب جزيرته الصغيرة في الأعلى, على قمة تلك الصخرة المنهزمة أمام مياه البحر, حيث ارتطام الأمواج يصدر تهويدات عذبة غامضة للموتى. وفعلاَ, لقد قامت مريم العذراء بتلبية طلبه المتواضع, حيث أنّه منذ الّلحظة التي نجا فيها من غرق السّفينة, ولاحقا عندما غادرت روحه البسيطة جسده في صراعها مع ملك الموت, لم يتوقّف عن تصوّر المعبد المهجور على الشاطىء.. على السّاحل الغربي من تلك الجزيرة الفاتنة.
كان يحدّق دوماً في ذاك الصّوْب, حيث تعلّقت رغباته كلّها...حتى آخر رمق.
ترك الرجل أنفاسه الأخيرة في مكان ما تحت أمواج البحر. غرق جسده الميت في البداية, إلّا أنه سرعان ما بدأ يطفو على السطح, ومن ثمّ بدأ بشقّ طريقه نحو الجنوب...تحمله الأمواج, كما قال أخيه! وقد أبحر جسده لعدة أميال قبل وصوله لمفترق طرق بحرية.
هناك, ترنّح لوقت طويل: تسحبه التيّارات البحرية تارةً, وتدفعه نسائم البرّ والبحر تارّةً أخرى. وبعدها, دخل في نطاق الرياح الشرقية وجنوب الشرقية.
ذاك المسافر...أبى جسده الميّت أن يكون غواصّاً...بل كان بحّاراً أيضاً!
بدت الأمواج وكأنّها في حِدادٍ على البحّار الكبير, حيث أنّها رافقته برفقٍ في طريقه البحريّ المظلم...
كانت الأسماك تثب على السطح محاولةً الاقتراب من جثّته, إلّا أنّ قوّة غامضة كانت تجبرهم بالابتعاد... أمّا الدّلافين, فقد كانت تمرّ بقربه بكلّ خشوع وتقوى... الفقمات كانت تستمرّ بالإختباء في البحر...وأسماك القرش كانت تفسح الطّريق له بالمرور...
ذاك البحّار الميت...كأنّه ما زال متمسّكا ببوصلته وقبّعته, لم يغيّر وجهته أبدا. سافر لثمانية ربما عشرة أميال أخرى على طول الشاطئ الجنوبي لجزيرته الصغيرة, ثمّ همّ بالعودة مرّة أخرى... شقّ طريقه إلى الشمال, وبدأ بالدخول إلى ميناء وطنه....
Labels: Text, Παπαδιαμάντης, Πεζογραφία