Η πίσω αυλή
Οι πίσω αυλές για την ακρίβεια, γιατί είναι δύο εκείνες
που βλέπω από το γραφείο μου. Απλά η μία ακολουθεί μονότροπη ζωή, τη
ρουτίνα της ηλικιωμένης γειτόνισσας που κατεβαίνει με κόπο τα σιδερένια
σκαλιά, φέρνει από το πλυσταριό τη σκάφη με τα ρούχα κι απλώνει.
Διακριτικά χαιρετιόμαστε και πιο φωναχτά πεντέξι φορές το χρόνο, όταν
θεωρεί πως γύρισα από διακοπές. Κουρασμένη κάποτε κάθεται στο σκαλοπάτι
της και κοιτάζει χαμηλά, μάλλον προς χρόνια που άφησε ανεβαίνοντας
την κλίμακα. Ανοίγει έπειτα την πόρτα και χάνεται. Ο μεντεσές,
αλάδωτος, πάντα τρίζει.
Κάτι θα λέει κι αυτός, αλλά δεν έμαθα τη γλώσσα του σιδήρου για την ώρα. Η άλλη αυλή ζει πιο ακανόνιστα. Μου φαίνεται διαρκώς εγκαταλελειμμένη, μα σίγουρα σφάλλω γιατί τα δέντρα της ευδοκιμούν και δεν παραδόθηκε σε αγριόχορτα, σε σκουπίδια, σε γκρεμίσματα, όλα σημάδια της ανθρώπινης εντροπίας. Σα για να εξαγοράσει την ησυχία της, έρχεται το τέλος του Ιουλίου και γεμίζει φωνές: αρκούν τρία παιδάκια και δυο μητέρες για να γίνει κοσμοπανήγυρις στη χώρα αυτή. Από τις ομιλίες, τις απαγορεύσεις, τα ολισθήματα καταλαβαίνει κανείς πολλά. Είναι τα παιδιά που έρχονται από τη Γερμανία για να επισκεφτούν τους γονείς. Άπαξ του έτους. Τα εγγόνια είναι ξετρελαμένα από την περιτείχιστη ελευθερία της πίσω αυλής, τρέχουν γύρω από τις βυσσινιές και τη μουσμουλιά. Ανάμικτα μιλούν τα ελληνογερμανικά. Μα και οι μητέρες βάζουν λέξεις της γερμανικής καθημερινότητας των αντικειμένων. Μιλούν έντονα, περιγράφοντας η μια στην άλλη. Άρα σε άλλες πόλεις θα ζουν ή σε άλλες γειτονιές μακρινές στην ίδια μεγαλούπολη και δεν ανταμώνουν συχνά. Έπειτα, τέλος Αυγούστου, πλακώνει η σιωπή. Ποιος ξέρει ποια Στουτγάρδη, ποιο Αμβούργο καταπίνει τις συλλαβές τους.
Νομίζω ότι αυτές οι πίσω αυλές, όταν η τυφλότητα μας αφαιρέσει κάθε άλλη ματιά κατανόησης, θα μας θυμίζουν την ενότητα της εμπειρίας στη νότιο και νοτιοανατολική Μεσόγειο: η γλώσσα των μεταναστών που επιτρέπεται για τρεις βδομάδες μόνο. Επισκέπτες. Οικείοι. Ξενωθέντες.
Κάτι θα λέει κι αυτός, αλλά δεν έμαθα τη γλώσσα του σιδήρου για την ώρα. Η άλλη αυλή ζει πιο ακανόνιστα. Μου φαίνεται διαρκώς εγκαταλελειμμένη, μα σίγουρα σφάλλω γιατί τα δέντρα της ευδοκιμούν και δεν παραδόθηκε σε αγριόχορτα, σε σκουπίδια, σε γκρεμίσματα, όλα σημάδια της ανθρώπινης εντροπίας. Σα για να εξαγοράσει την ησυχία της, έρχεται το τέλος του Ιουλίου και γεμίζει φωνές: αρκούν τρία παιδάκια και δυο μητέρες για να γίνει κοσμοπανήγυρις στη χώρα αυτή. Από τις ομιλίες, τις απαγορεύσεις, τα ολισθήματα καταλαβαίνει κανείς πολλά. Είναι τα παιδιά που έρχονται από τη Γερμανία για να επισκεφτούν τους γονείς. Άπαξ του έτους. Τα εγγόνια είναι ξετρελαμένα από την περιτείχιστη ελευθερία της πίσω αυλής, τρέχουν γύρω από τις βυσσινιές και τη μουσμουλιά. Ανάμικτα μιλούν τα ελληνογερμανικά. Μα και οι μητέρες βάζουν λέξεις της γερμανικής καθημερινότητας των αντικειμένων. Μιλούν έντονα, περιγράφοντας η μια στην άλλη. Άρα σε άλλες πόλεις θα ζουν ή σε άλλες γειτονιές μακρινές στην ίδια μεγαλούπολη και δεν ανταμώνουν συχνά. Έπειτα, τέλος Αυγούστου, πλακώνει η σιωπή. Ποιος ξέρει ποια Στουτγάρδη, ποιο Αμβούργο καταπίνει τις συλλαβές τους.
Νομίζω ότι αυτές οι πίσω αυλές, όταν η τυφλότητα μας αφαιρέσει κάθε άλλη ματιά κατανόησης, θα μας θυμίζουν την ενότητα της εμπειρίας στη νότιο και νοτιοανατολική Μεσόγειο: η γλώσσα των μεταναστών που επιτρέπεται για τρεις βδομάδες μόνο. Επισκέπτες. Οικείοι. Ξενωθέντες.
1 Comments:
Good post.
Post a Comment
<< Home