Περί βιογραφίας
Περί βιογραφίας (2β)
Μια παρέκβαση με τις ελευθερίες της: Βιογραφούνται άραγε και οι πόλεις; Και ποιοι, αν ναι, οι βιογράφοι τους; Νομίζω πως o,τιδήποτε ανθρώπινο ή ανθρωπογενές είναι ή, καλύτερα, γίνεται με τον καιρό μανιώδες με τη βιογραφία. Είναι λογικό, γιατί αυτή ανακουφίζει (χωρίς να θεραπεύει) δύο μάστιγες: α. την απορία για την αφετηρία και β. την οχύρωση απέναντι στη σκληρή δίδυμη αδερφή της Μνημοσύνης, την αδιάφορη κανίβαλη Λησμοσύνη. Άλλωστε από νωρίς οι πόλεις έλαβαν ανθρώπινη μορφή. Στη μια όψη των αρχαίων νομισμάτων είτε ταυτίζονται με την ανθρώπινη μορφή θεών ή ηρώων είτε απεικονίζονται αυτές οι ίδιες προσωποποιημένες. Φορούν την ανθρώπινη μορφή ή, αφαιρετικά, εκτίθενται ως το κατεξοχήν μνημείο τους (ένα ταφικό μνημείο, ένα άγαλμα) φτιαγμένο από τα χέρια ανθρώπων. Ο οικιστής είναι η μαία κι ο νομοθέτης γίνεται ο τροφός της πόλης. Κάποτε μπορεί και να μαζέψω εκείνα τα tondi στα οποία οι πόλεις εμφανίζονται ως αρχόντισσες εστεμμένες με κάστρα. Μαίνεται έπειτα κι ο πόθος των επιφανών να δώσουν το κύριο όνομά τους σε πόλεις. Να διαιωνίσουν το κορμί που γερνάει πάνω σε δρόμους, σε αγορά, σε στοές και βουλευτήρια.
Βιογράφοι των πόλεων αυτοί που ξεθάβουν (οι αρχαιολόγοι) κι αυτοί που θάβουν (οι νεκροθάφτες), αυτοβιογράφοι των πόλεων οι αστυλάτρες ποιητές, οι φιλοπόλιδες πεζογράφοι, οι δημοτικοί άρχοντες και οι πολεοδόμοι με όραμα. Πάντα δείχνουν προς την πόλη σημειώνοντας και το διαβατικό εγώ τους: σε χαρτί, σε ριζόχαρτο, σε μάρμαρο, σε μέταλλο. Αυτοβιογράφοι των πόλεων και γκραφιτάδες που φωσφορικά επιμένουν να υπενθυμίζουν ότι ζουν με το κωδικό τους όνομα εκεί ή που κάτι βάζουν από την όψη τους στα αναπαραστατικά έργα τους.
Έτσι, τρεις βασικούς τόμους βιογραφίας του αστικού χώρου εντοπίζω εδώ: την ανασκαφή (σχεδιασμένη χωρίς χρονικό όριο ή βιαστική κι απροσχεδίαστη, όταν σκάβουν οι πόλεις τα σωθικά τους μήπως κι αλλάξουν στο "μονδέρνο" με τα μετρό και τα μωλ, μ'όλο που βέβαια ξέρουν τι χαλούν μα δε θέλουν να ξέρουν τι θα φτιάξουν), το μουσείο (είναι το οικογενειακό άλμπουμ από τη ζωή της πόλης, το σπίτι, τα δωμάτια, ο κήπος, οι συγγενείς, οι επισκέπτες, οι γόνιμοι, οι άγονοι, οι απόκληροι μιας φαμελιάς) και το κοιμητήριο (όπου οι αληθινοί πολίτες έγειραν το κεφάλι αφού υπέπεσαν στο γενικό σφάλμα της θνητότητας εμπιστευόμενοι, οι αισιόδοξοι, τη μνήμη των αγαπημένων).
Ο Ηρόστρατος θέλησε να διαιωνιστεί βλάπτοντας το σύμβολο της πόλης του, της Εφέσου. Ηρόστρατοι, το λοιπόν, και οι δήμαρχοι της κωμοπόλεως που σχεδόν απείλησα δυο κείμενα προηγουμένως να λούσω με σελίδες από τη βιογραφία του Παζολίνι με τη συνέργεια του ανέμου, ενός απογευματινού λίβα. Αποφάσισαν, χάριν διαιωνίσεως των εντελώς προβανσάλ ονομάτων τους, την καταστροφή του παλιού κοιμητηρίου της, που από 25ετίας έχει σταματήσει να δέχεται την πικρή σπορά του τέλους. Θέλουν να φτιάξουν πάρκο. Ήδη τα τέσσερα που υπάρχουν δε φτάνουν, ως φαίνεται, αν και ασύχναστα παραμένουν. Ποιος ξέρει τι πλάκες μαρμάρου ονειρεύονται ή τι ταξίματα άκουσαν. Γεγονός παραμένει πως πολλά οικογενειακά ονόματα έσβησαν πια οριστικά με τις μπουλντόζες. Πολίτες που είχε θερίσει η προσφυγιά, η ελονοσία, το χτικιό, η βουλγαρική κατοχή, ο άγριος Εμφύλιος κι άτυχοι έρωτες οριστικά δόθηκαν λάφυρο στη Λησμοσύνη. Πάει και το ταφικό παρεκκλήσι εκείνου του τοπικού Μαυσώλου που θέλησε να εξαγοράσει την παραγνώριση και την ανυποληψία με μάρμαρα. Κι ας είχε γίνει περίπου τοπική παροιμιώδης έκφραση η οικοδόμηση του τάφου. Αναρωτιέμαι... Ο νεκροθάφτης είναι βιογράφος της πόλης (εμπιστευόμενος στη μνήμη το ανίσχυρο σώμα). Ο καταστροφέας δήμαρχος τι άλλο είναι παρά σαράκι στον τόμο της βιογραφίας;
Μια παρέκβαση με τις ελευθερίες της: Βιογραφούνται άραγε και οι πόλεις; Και ποιοι, αν ναι, οι βιογράφοι τους; Νομίζω πως o,τιδήποτε ανθρώπινο ή ανθρωπογενές είναι ή, καλύτερα, γίνεται με τον καιρό μανιώδες με τη βιογραφία. Είναι λογικό, γιατί αυτή ανακουφίζει (χωρίς να θεραπεύει) δύο μάστιγες: α. την απορία για την αφετηρία και β. την οχύρωση απέναντι στη σκληρή δίδυμη αδερφή της Μνημοσύνης, την αδιάφορη κανίβαλη Λησμοσύνη. Άλλωστε από νωρίς οι πόλεις έλαβαν ανθρώπινη μορφή. Στη μια όψη των αρχαίων νομισμάτων είτε ταυτίζονται με την ανθρώπινη μορφή θεών ή ηρώων είτε απεικονίζονται αυτές οι ίδιες προσωποποιημένες. Φορούν την ανθρώπινη μορφή ή, αφαιρετικά, εκτίθενται ως το κατεξοχήν μνημείο τους (ένα ταφικό μνημείο, ένα άγαλμα) φτιαγμένο από τα χέρια ανθρώπων. Ο οικιστής είναι η μαία κι ο νομοθέτης γίνεται ο τροφός της πόλης. Κάποτε μπορεί και να μαζέψω εκείνα τα tondi στα οποία οι πόλεις εμφανίζονται ως αρχόντισσες εστεμμένες με κάστρα. Μαίνεται έπειτα κι ο πόθος των επιφανών να δώσουν το κύριο όνομά τους σε πόλεις. Να διαιωνίσουν το κορμί που γερνάει πάνω σε δρόμους, σε αγορά, σε στοές και βουλευτήρια.
Βιογράφοι των πόλεων αυτοί που ξεθάβουν (οι αρχαιολόγοι) κι αυτοί που θάβουν (οι νεκροθάφτες), αυτοβιογράφοι των πόλεων οι αστυλάτρες ποιητές, οι φιλοπόλιδες πεζογράφοι, οι δημοτικοί άρχοντες και οι πολεοδόμοι με όραμα. Πάντα δείχνουν προς την πόλη σημειώνοντας και το διαβατικό εγώ τους: σε χαρτί, σε ριζόχαρτο, σε μάρμαρο, σε μέταλλο. Αυτοβιογράφοι των πόλεων και γκραφιτάδες που φωσφορικά επιμένουν να υπενθυμίζουν ότι ζουν με το κωδικό τους όνομα εκεί ή που κάτι βάζουν από την όψη τους στα αναπαραστατικά έργα τους.
Έτσι, τρεις βασικούς τόμους βιογραφίας του αστικού χώρου εντοπίζω εδώ: την ανασκαφή (σχεδιασμένη χωρίς χρονικό όριο ή βιαστική κι απροσχεδίαστη, όταν σκάβουν οι πόλεις τα σωθικά τους μήπως κι αλλάξουν στο "μονδέρνο" με τα μετρό και τα μωλ, μ'όλο που βέβαια ξέρουν τι χαλούν μα δε θέλουν να ξέρουν τι θα φτιάξουν), το μουσείο (είναι το οικογενειακό άλμπουμ από τη ζωή της πόλης, το σπίτι, τα δωμάτια, ο κήπος, οι συγγενείς, οι επισκέπτες, οι γόνιμοι, οι άγονοι, οι απόκληροι μιας φαμελιάς) και το κοιμητήριο (όπου οι αληθινοί πολίτες έγειραν το κεφάλι αφού υπέπεσαν στο γενικό σφάλμα της θνητότητας εμπιστευόμενοι, οι αισιόδοξοι, τη μνήμη των αγαπημένων).
Ο Ηρόστρατος θέλησε να διαιωνιστεί βλάπτοντας το σύμβολο της πόλης του, της Εφέσου. Ηρόστρατοι, το λοιπόν, και οι δήμαρχοι της κωμοπόλεως που σχεδόν απείλησα δυο κείμενα προηγουμένως να λούσω με σελίδες από τη βιογραφία του Παζολίνι με τη συνέργεια του ανέμου, ενός απογευματινού λίβα. Αποφάσισαν, χάριν διαιωνίσεως των εντελώς προβανσάλ ονομάτων τους, την καταστροφή του παλιού κοιμητηρίου της, που από 25ετίας έχει σταματήσει να δέχεται την πικρή σπορά του τέλους. Θέλουν να φτιάξουν πάρκο. Ήδη τα τέσσερα που υπάρχουν δε φτάνουν, ως φαίνεται, αν και ασύχναστα παραμένουν. Ποιος ξέρει τι πλάκες μαρμάρου ονειρεύονται ή τι ταξίματα άκουσαν. Γεγονός παραμένει πως πολλά οικογενειακά ονόματα έσβησαν πια οριστικά με τις μπουλντόζες. Πολίτες που είχε θερίσει η προσφυγιά, η ελονοσία, το χτικιό, η βουλγαρική κατοχή, ο άγριος Εμφύλιος κι άτυχοι έρωτες οριστικά δόθηκαν λάφυρο στη Λησμοσύνη. Πάει και το ταφικό παρεκκλήσι εκείνου του τοπικού Μαυσώλου που θέλησε να εξαγοράσει την παραγνώριση και την ανυποληψία με μάρμαρα. Κι ας είχε γίνει περίπου τοπική παροιμιώδης έκφραση η οικοδόμηση του τάφου. Αναρωτιέμαι... Ο νεκροθάφτης είναι βιογράφος της πόλης (εμπιστευόμενος στη μνήμη το ανίσχυρο σώμα). Ο καταστροφέας δήμαρχος τι άλλο είναι παρά σαράκι στον τόμο της βιογραφίας;
Labels: Biography, City, Forgetfulness
0 Comments:
Post a Comment
<< Home