Πατριδογνωσία -γ΄"Η Αγνώριστη"
Τικ: η αναζήτηση των ημερομηνιών
Τοκ: η αναζήτηση εισιτηρίου, συχνά με την αγωνία του συναλλάγματος
Τικ: να φτιάχνω συγκεντρωμένος τις αποσκευές, ανάμεσα σε δυο ανάγκες- να φέρω τεκμήρια της αγάπης και να μην εξαντλήσω τη μέση μου
Τοκ: να παίρνω το δρόμο προς το αεροδρόμιο με προσμονή για τις μέρες που έρχονται στην πατρίδα, με στενοχώρια για όσα επ' ολίγον διακόπτονται στη δεύτερη πατρίδα
Τικ: πάνω από την Αστυπάλαια με πορεία προς Βορρά (ο πηγαιμός)
Τοκ: πάνω από την Αμοργό με πορεία προς Νότο (ο γυρισμός)
Έτσι, ανάμεσα στα άλλα ωρολόγια, έχω κι ετούτον τον μετρονόμο μιας ιδιωτικής μουσικής, κάποτε largo, άλλοτε andante moderato. Όμως, ενώ παίζει ο εαυτός το τσέμπαλο του, κι επειδή το μοτίβο έχει κάποιες σταθερές κινήσεις και τόνους, το μάτι αρχίζει να παρατηρεί το δωμάτιο, δε φοβάται μήπως και χάσει τη μελωδία, το αρμονικό και το παράφωνο. Εδώ στο χαλί βρίσκονται ποταμοί και λίμνες και θάλασσες. Στους τοίχους είναι οι οροσειρές, τα λίγα δάση, οι λευκώνες. Και στη θέση των παραθύρων θα ήταν τα πρόσωπα των ανθρώπων, όμως αυτά είναι σφαλιστά ή αποτρόπαια.
Σκηνή στο λεωφορείο που με πήγαινε βιαστικό στο αεροδρόμιο, κι είχα ραντιστεί από μια σιγανή βροχή, κυριακάτικη, πικροστάλαχτη: Από το βάθος έρχεται νευρική μια τριαντάρα- όμορφα χαρακτηριστικά, μαλλιά κάπως μακρυά, ρούχα που παραπέμπουν σε επαγγελματία του αεροδρομίου ή κάτι σχετικό (απ'αυτούς που πωλούν ή μας φρουρούν). Φωνάζει στον οδηγό "Να πάτε πίσω και να τους κάνετε συστάσεις, δεν είναι δυνατόν να τους έχω πει δυο φορές να κλείσουν το παράθυρο και να με αγνοούν ενώ βρίσκομαι στη χώρα μου. Πρέπει να μας σέβονται, πείτε τους αμέσως αλλιώς θα καλέσω την αστυνομία. Δε θέλω να σας δημιουργήσω προβλήματα." Ο διπλανός μου εξηγεί στη γυναίκα του (είναι σαραντάρηδες) ότι πρόκειται μάλλον για τίποτα μετανάστες. Μεγαλόφωνα λέω: "Μα δε θα έλεγε το ίδιο αν ήταν Έλληνες αυτοί που κρατούσαν ανοιχτό το παράθυρο;" Ο κύριος απαντά νευρικά ότι δεν θα μπει σε πολιτική συζήτηση κι ότι έτσι κι αλλιώς παραέγινε η κατάσταση. Φεύγω προς άλλη θέση φωνάζοντας ότι έγιναν όλοι τόσο εύκολα ρατσιστές και την κατάντησαν τη χώρα αγνώριστη. Σύντομα θα χρειάζεται τέστ DNA για να δούμε αν κάποιος έχει το δικαίωμα της αναπνοής ή να ανοίξει το παράθυρο. Με τρόμαξε η σιωπή όλων τριγύρω, σα να μη συνέβαινε τίποτα, να ήταν σε άλλο όχημα ή να έπλεαν βαλσαμωμένοι σε λάδι. Μόνο ένα ηλικιωμένο ζευγάρι με κοίταξε και χαμογέλασε, ενθαρρύνοντας.
Τοκ: η αναζήτηση εισιτηρίου, συχνά με την αγωνία του συναλλάγματος
Τικ: να φτιάχνω συγκεντρωμένος τις αποσκευές, ανάμεσα σε δυο ανάγκες- να φέρω τεκμήρια της αγάπης και να μην εξαντλήσω τη μέση μου
Τοκ: να παίρνω το δρόμο προς το αεροδρόμιο με προσμονή για τις μέρες που έρχονται στην πατρίδα, με στενοχώρια για όσα επ' ολίγον διακόπτονται στη δεύτερη πατρίδα
Τικ: πάνω από την Αστυπάλαια με πορεία προς Βορρά (ο πηγαιμός)
Τοκ: πάνω από την Αμοργό με πορεία προς Νότο (ο γυρισμός)
Έτσι, ανάμεσα στα άλλα ωρολόγια, έχω κι ετούτον τον μετρονόμο μιας ιδιωτικής μουσικής, κάποτε largo, άλλοτε andante moderato. Όμως, ενώ παίζει ο εαυτός το τσέμπαλο του, κι επειδή το μοτίβο έχει κάποιες σταθερές κινήσεις και τόνους, το μάτι αρχίζει να παρατηρεί το δωμάτιο, δε φοβάται μήπως και χάσει τη μελωδία, το αρμονικό και το παράφωνο. Εδώ στο χαλί βρίσκονται ποταμοί και λίμνες και θάλασσες. Στους τοίχους είναι οι οροσειρές, τα λίγα δάση, οι λευκώνες. Και στη θέση των παραθύρων θα ήταν τα πρόσωπα των ανθρώπων, όμως αυτά είναι σφαλιστά ή αποτρόπαια.
Σκηνή στο λεωφορείο που με πήγαινε βιαστικό στο αεροδρόμιο, κι είχα ραντιστεί από μια σιγανή βροχή, κυριακάτικη, πικροστάλαχτη: Από το βάθος έρχεται νευρική μια τριαντάρα- όμορφα χαρακτηριστικά, μαλλιά κάπως μακρυά, ρούχα που παραπέμπουν σε επαγγελματία του αεροδρομίου ή κάτι σχετικό (απ'αυτούς που πωλούν ή μας φρουρούν). Φωνάζει στον οδηγό "Να πάτε πίσω και να τους κάνετε συστάσεις, δεν είναι δυνατόν να τους έχω πει δυο φορές να κλείσουν το παράθυρο και να με αγνοούν ενώ βρίσκομαι στη χώρα μου. Πρέπει να μας σέβονται, πείτε τους αμέσως αλλιώς θα καλέσω την αστυνομία. Δε θέλω να σας δημιουργήσω προβλήματα." Ο διπλανός μου εξηγεί στη γυναίκα του (είναι σαραντάρηδες) ότι πρόκειται μάλλον για τίποτα μετανάστες. Μεγαλόφωνα λέω: "Μα δε θα έλεγε το ίδιο αν ήταν Έλληνες αυτοί που κρατούσαν ανοιχτό το παράθυρο;" Ο κύριος απαντά νευρικά ότι δεν θα μπει σε πολιτική συζήτηση κι ότι έτσι κι αλλιώς παραέγινε η κατάσταση. Φεύγω προς άλλη θέση φωνάζοντας ότι έγιναν όλοι τόσο εύκολα ρατσιστές και την κατάντησαν τη χώρα αγνώριστη. Σύντομα θα χρειάζεται τέστ DNA για να δούμε αν κάποιος έχει το δικαίωμα της αναπνοής ή να ανοίξει το παράθυρο. Με τρόμαξε η σιωπή όλων τριγύρω, σα να μη συνέβαινε τίποτα, να ήταν σε άλλο όχημα ή να έπλεαν βαλσαμωμένοι σε λάδι. Μόνο ένα ηλικιωμένο ζευγάρι με κοίταξε και χαμογέλασε, ενθαρρύνοντας.
Labels: Public Space, Ugly, Απαίδευτα, Ουαί και Ημίν