Συντακτικό (σε πολλά μέρη -β')
Υποσχέθηκα να συνεχίσω σε πολλά μέρη. Και η μορφή του καταλόγου φαινομένων είναι, όπως και να το δει κανείς, θελκτική. Μέσα στο μπλέντερ με τα κομματάκια ζωής, ο κατάλογος τάχα μου τακτοποιεί το κάθε τι ανάλογα με το ειδικό του βάρος. Σε κάποιο μουσείο μέτρων και σταθμών θα φυλάσσονται τα πρότυπα του πίνακα στοιχείων ζωής (για τη ζωή: του καθενός, του κανενός, του ενός;) . Και μπορεί να υφίστανται κι εκείνα τα καημένα τη συρρίκνωση που παρατηρείται τελευταία με τον πρότυπο κύλινδρο του χιλιογράμμου στις Σέβρες. Χαρά, θα μου πεις, για τους παντοπώλες.
Εξακολουθώ με τους ομοιόπτωτους προσδιορισμούς. Στην περίπτωση αυτή, δε μας ενδιαφέρει το γενικόλογο μονοπάτι που μας πήρε από το χέρι, μα η κατάληξη στο συγκεκριμένο: ένας χώρος σαφής, ονοματισμένος, τόσο που έχει και το δικό του τελωνείο στη μετάφραση. Συνήθως, του προσθέτουμε στη νεοελληνική μετάφραση το "δηλαδή", το συμπέρασμα. Αναφέρομαι στην επεξήγηση.
Παράδειγμα: Ο κοινός ιατρός θεραπεύσει σε, χρόνος. ( Ο συνηθισμένος γιατρός θα σε θεραπεύσει, δηλαδή ο χρόνος)
Κάτι γενικό, ο κοινός γιατρός- ποιος να είναι, σε ποια κλινική, σε ποιο γραφείο να κάνει καλά τη δουλειά του, σε ποιο ντιβάνι να έχει βάλει κιόλας το χρονομετρο μπροστά, πλάι σε ποια σκάλα υπηρεσίας να απλώνει δήθεν σεμνά το χέρι του για το φακελάκι με τον μποναμά του "με ευχαριστίες για τον κόπο σας, Γιατρέ";)- εξειδικεύεται και καμιά φορά εκπλήσσει. Εδώ είναι ο χρόνος. Αδωρότατος, πανάκριβος, δήθεν αυτόματος. Και κοινός; Άλλο και τούτο πάλι. Γιαυτό νομίζω ότι οι επεξηγήσεις, επειδή πορεύονται από μια κοινοτοπία σε μια υποκειμενική εξακρίβωση, έχουν εκείνο το αμήχανο κόμμα μπρός τους, εκείνην τη μικρή παύση στην φωνή, πριν αντηχήσει το "δηλαδή" τους. Και μπορούν να βάζουν φιτιλιές για εξημμένες συζητήσεις, καθώς πολλοί θα διαφωνούν ακριβώς με την προσωπική αυτή ερμηνεία. ("Σιγά μωρέ μη με χειρουργήσει κιόλας ο χρόνος! Κι από πότε ονομάζουμε τη λησμονιά ή την άμβλυνση της συνείδησης χρόνο;" - οπότε καταλαβαίνετε...)
Υπόδειγμα:Η αγαπημένη μου άρκτος, η προσωρινή ακόλουθος της καλοκαιρινής Αρτέμιδος, μπροστά στη θάλασσα που ήταν κι η δική μου παιδική κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Κοιτάζει (με κοιτάζει) ενώ μόλις ξαναφόρεσε το ρολόι της. Να νομίζει ότι είναι η μαγική πύλη του "κοινού ιατρού"; Πάντα μου έκανε εντύπωση η μανία που είχαμε ως παιδιά με τα ρολόγια. Ένα ξυπνητήρι μου μετρούσε τα δευτερόλεπτα με τη μορφή σκύλου που κουνάει πασιχαρής την ουρά του. Ή μήπως ήταν απλά υπομονετικός και μνησίκακος; Κεντρική, μα άχρηστη φιγούρα, ένα λιγνό αγόρι τύπου "Χωκ Φινν" που ψάρευε με καλάμι σε ποτάμι. Δέντρα, ψάθινο καπελάκι, ένα αινιγματικό χαμόγελο. Κι ο σκύλος εκεί, με την ουρά του "Τικ Τακ Τικ Τακ". Η γενική απόχρωση αγορίστική κι αυτή. Ένα γαλάζιο που σκούραινε.
Εξακολουθώ με τους ομοιόπτωτους προσδιορισμούς. Στην περίπτωση αυτή, δε μας ενδιαφέρει το γενικόλογο μονοπάτι που μας πήρε από το χέρι, μα η κατάληξη στο συγκεκριμένο: ένας χώρος σαφής, ονοματισμένος, τόσο που έχει και το δικό του τελωνείο στη μετάφραση. Συνήθως, του προσθέτουμε στη νεοελληνική μετάφραση το "δηλαδή", το συμπέρασμα. Αναφέρομαι στην επεξήγηση.
Παράδειγμα: Ο κοινός ιατρός θεραπεύσει σε, χρόνος. ( Ο συνηθισμένος γιατρός θα σε θεραπεύσει, δηλαδή ο χρόνος)
Κάτι γενικό, ο κοινός γιατρός- ποιος να είναι, σε ποια κλινική, σε ποιο γραφείο να κάνει καλά τη δουλειά του, σε ποιο ντιβάνι να έχει βάλει κιόλας το χρονομετρο μπροστά, πλάι σε ποια σκάλα υπηρεσίας να απλώνει δήθεν σεμνά το χέρι του για το φακελάκι με τον μποναμά του "με ευχαριστίες για τον κόπο σας, Γιατρέ";)- εξειδικεύεται και καμιά φορά εκπλήσσει. Εδώ είναι ο χρόνος. Αδωρότατος, πανάκριβος, δήθεν αυτόματος. Και κοινός; Άλλο και τούτο πάλι. Γιαυτό νομίζω ότι οι επεξηγήσεις, επειδή πορεύονται από μια κοινοτοπία σε μια υποκειμενική εξακρίβωση, έχουν εκείνο το αμήχανο κόμμα μπρός τους, εκείνην τη μικρή παύση στην φωνή, πριν αντηχήσει το "δηλαδή" τους. Και μπορούν να βάζουν φιτιλιές για εξημμένες συζητήσεις, καθώς πολλοί θα διαφωνούν ακριβώς με την προσωπική αυτή ερμηνεία. ("Σιγά μωρέ μη με χειρουργήσει κιόλας ο χρόνος! Κι από πότε ονομάζουμε τη λησμονιά ή την άμβλυνση της συνείδησης χρόνο;" - οπότε καταλαβαίνετε...)
Υπόδειγμα:Η αγαπημένη μου άρκτος, η προσωρινή ακόλουθος της καλοκαιρινής Αρτέμιδος, μπροστά στη θάλασσα που ήταν κι η δική μου παιδική κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Κοιτάζει (με κοιτάζει) ενώ μόλις ξαναφόρεσε το ρολόι της. Να νομίζει ότι είναι η μαγική πύλη του "κοινού ιατρού"; Πάντα μου έκανε εντύπωση η μανία που είχαμε ως παιδιά με τα ρολόγια. Ένα ξυπνητήρι μου μετρούσε τα δευτερόλεπτα με τη μορφή σκύλου που κουνάει πασιχαρής την ουρά του. Ή μήπως ήταν απλά υπομονετικός και μνησίκακος; Κεντρική, μα άχρηστη φιγούρα, ένα λιγνό αγόρι τύπου "Χωκ Φινν" που ψάρευε με καλάμι σε ποτάμι. Δέντρα, ψάθινο καπελάκι, ένα αινιγματικό χαμόγελο. Κι ο σκύλος εκεί, με την ουρά του "Τικ Τακ Τικ Τακ". Η γενική απόχρωση αγορίστική κι αυτή. Ένα γαλάζιο που σκούραινε.