Απολλώνιο το όνειρο
Σε μιαν εποχή που οι θρησκείες άλλαζαν, σε καιρούς που τα αριστουργήματα σωριάζονταν σε ερείπια κι όμως ακόμη οι πείσμονες αμετάλλακτοι δεν παράτησαν (ακόμα) τις παλαιές τους συνήθειες βρέθηκα απόψε. Ήμουν σε όνειρο που φαινόταν μακρύ κι αινιγματικό. Ήμουν σε τεράστιο ναό, πιο πολύ κι από ελληνικό: σε ένα ρωμαϊκό μεγαθήριο, ή, ίσως, κάτι άλλο, το Ναό του Σολομώντος, αλλά μπορεί και σε ένα αρχιτεκτόνημα σύμφωνα με τις οριενταλιστικές φαντασιώσεις των χαρακτών του ύστερου 19ου αιώνα. Σώζονταν ακόμα τα πατώματα, οι διπλοί και τρίδιπλοι όροφοι, οι κίονες μαρμάρινοι κι εντυπωσιακοί θεόρατοι: μπορεί κορινθιακά θεριά, μπορεί και με του λωτού την κεφαλή. Η οροφή ήταν πια σχεδόν κατεστραμμένη, με το φως του μεσημεριού να εισδύει από ανοίγματα και πεσμένα κεραμίδια ή πέτρινες φολίδες. Για να περάσω προς τα πάνω, ανέβαινα κεκλιμένα επίπεδα, όπως στην Αγία Σοφία, στην Κωνσταντινούπολη. Βρέθηκα δίχως να θυμάμαι πια το λόγο, ενδεχομένως για μια λατρευτική ανάγκη ή για περιήγηση στο μνημείο προτού εγκαταλειφθεί ολότελα ή μετατραπεί σύμφωνα με τις επιταγές των καιρών και της νέας ροπής στις θεωρίες περί σωτηρίας και παντοτινού. Πριν μπει ο σοβάς με τις αγιογραφίες και το νέφος των μαρτύρων (θα απαιτούνταν πολλοί για να καλυφθεί τόση έκταση, τόσοι τοίχοι φτιαγμένοι με τον απλό και, έτσι, κλασικό τρόπο της ισοδομίας). Εκεί βρέθηκα ανάμεσα σε θαυμαστικούς θαμώνες που με περιέβαλλαν με συμπάθεια και κάποιου είδους φθόνο. Τυχεράκια, σα νά΄λεγαν, να ήξερες ποιανού την αγάπη έχεις!... Ποιανού; Ποιος είναι αυτός ο κάπως μακρυμάλλης που προπορεύεται με την τέλεια μύτη και το χαμόγελο που έμοιαζε μισοειρωνικό, μισοερωτικό και τον ακολουθούσαμε σαν τα ημερωμένα αγρίμια; Γυρνούσε και με κοιτούσε και μου πετούσε από καμιά κουβέντα, ρωτώντας πώς μου φαίνονταν όλα αυτά. Σα να ήθελε να με ξεμοναχιάσει για κάποιου είδους κατήχηση στην ομορφιά. Και με το σταθερό μου ήθος ως προς το συγκεκριμένο τον ακολουθούσα ανεβαίνοντας. Εκείνος γρήγορος, μα κι εγώ αποφασιστικός και αθλητής της ανηφόρας από πίσω του. Επιτέλους κάποτε κατάλαβα, αν δε μου το είπε κιόλας έξω από τα δόντια. Ήταν ο Απόλλων. Ήθελα να τον ρωτήσω για την υγεία του πατέρα μου, ήθελα να τον παρακαλέσω σχετικά, μα δε νομίζω τελικά να βρέθηκε η περίσταση. Γιατί ο επιφανής θεός μου σιγοψιθύριζε ολοένα, κάποτε με έπιανε από τον ώμο, μη αφήνοντας ευκαιρίες και σαν η όλη σκηνη του ανηφορίσματος να ήταν ό,τι κι ό,τι είχε να πει και να δείξει. Σε λίγο πρέπει να πάω στο μικροβιολογικό εργαστήρι για τα αποτελέσματα κάποιων μετεγχειριτικών εξετάσεων κι έπειτα στο νοσοκομείο. Μια αλλιώτικη Θεσσαλονίκη ομολογουμένως, κι ας έχω την Πελαγία και το Μιχάλη κοντά μου, με τη γενναιόδωρη διαθεσιμότητά τους.