Thursday, April 05, 2007

Paques des exiles

Majd, growing vague in distance, sent me the following "thought", while he prepares for Easter in Indianapolis:

THE NEW LAND

And so, I come to the new land, dragging the baggage of the old land with me.
I impose the old maps on the new places.
The old vegetation springs newly named in the new land.

I have traveled a great distance and still my arrival is a dream.
The old land is under everything
- like the old landscapes found glowing faintly under the skins of forgotten portraits.

My life is becoming like the kneading of bread, an endless turning in on itself; the dailiness alone sustains me.

My life is like the transitions of the language: I find myself in the translucent streets of the new land, shouting in a voice no one seems to hear: however, moreover, nonetheless,furthermore, . . .

and so he brought back to my memory that poem of Blaise Cendrars "Paques a New York"

Lord, the dawn has slipped in cold as a shroud and has laid the skyscrapers bare in the clouds.
Already the city is alive with sound,trains thunder and roll underground.
The trains bound and rumble and shudder away,bridges are seized by the railway.
The city trembles. Cries, smoke and fire and the raucous wail of steam sirens.
Fevered from gold sweats this throng jostle and cram down tunnels dim and long.
In the maze of plumed roofs the sun’s so murky,it’s your Face gobs of spit have made dirty.

Lord, I return tired and mournful, alone . . .my room is bare as a tomb . . .
Lord, I’m all alone, I’ve a fever . . .my bed is cold as a coffin . . .
Lord, I close my eyes, my teeth are chattering . . .I’m too alone. I’m cold. I’m calling . . .
A hundred thousand spinning tops dance before my eyes . . .no . . . a hundred thousand women . . . no . . . a hundred thousand cellos . . .
I think, Lord, of the hard times . . .I think, Lord, of the gone times . . .
I no longer think of You. I no longer think of You.
New York, April 1912

Labels: , ,

Sunday, March 11, 2007

Πριν τους αλλάξει...


Τους συναντάς Παρασκευή αργά. Η αργία κάνει τους δρόμους γύρω ασύχναστους, εκτός από τον συγκεκριμένο που έχει μερικά καφέ και τα μαγαζιά με τα επώνυμα ρούχα και τις μόδες ενυδρείου, εννοώ τα σχέδια που δεν μπορούν να φορεθούν εύκολα σε καθημερινές συνθήκες, χωρίς σχόλια και τα νεύματα αποδοκιμασίας από τον ευσεβή όχλο. Εκεί υπάρχει ζωή, έστω με μηχανική υποστήριξη, όπως στις μονάδες εντατικής θεραπείας: στην αρτηρία περνούν τα αυτοκίνητα με τα παιδιά από όλες τις γειτονιές. Τα θηριώδη τζιπ υποδεικνύουν σύντομη διαδρομή από το πλησιόχωρο κούφο Αμπντούν. Τα παραγεμισμένα παλιά αμάξια δείχνουν όσους ξεκίνησαν από το Τζάμπαλ Χουσεϊν ή και την Ασραφίγιε με τα πυκνά διαμερίσματα, χωρίς κουρτίνες κάποτε.
Μπαίνουμε στο Στάρμπακς, εκεί που οι υπάλληλοι φωνάζουν την παραγγελία σου με τη φωνή στεντόρεια, γιατί έτσι είναι η πολιτική της αλυσίδας ανά τον κόσμο, να δημιουργεί την εντύπωση πολύβουης αμερικανικής μεγαλούπολης, σε ώρα αιχμής, στο κέντρο. Όντας καπνιστής, αντιπαθώ το μέρος, μα είναι εύκολο, τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Είναι έξοχοι, ήρεμοι, ευγενικοί, ρωτούν με πραγματικό ενδιαφέρον για διάφορα, για εντυπώσεις από ταξίδια, παρατηρήσεις από την καθημερινότητα της δουλειάς και των συμπεριφορών στη χώρα, τη δεύτερη πατρίδα. Τους χωρίζουν περίπου δέκα χρόνια. Τους ενώνουν η αγάπη τους και η προσδοκία για την αγάπη που προηγήθηκε επί σειράν επίμονων κι απεγνωσμένων ονειροπολήσεων. Κάποτε φεύγουμε. Χαρούμενοι για τη συνάντηση και όσα είπαμε. Όμως αισθάνομαι μια μελαγχολία, έναν αποσιωπημένο καημό στα μάτια με το χρώμα του μελιού. Θέλω να βεβαιωθώ, αν πράγματι το κατάλαβα καλά, αν δεν επέβαλα την ερμηνεία μου σε κάτι ελάχιστες κινήσεις και χαμηλώματα του βλέμματος. Το κλειδί είναι ένας κοινός γνωστός που μου αναφέρει τα καθέκαστα. Ο Α. ετοιμάζεται να φύγει στις ΗΠΑ, έλαβε ή παίρνει αυτές τις μέρες τη βίζα του και ίσως και την πράσινη κάρτα, γιατί οι δικοί του διαμένουν εκεί, στη μαγική Αμέρικα... Έπειτα βρίσκω και το μπλογκ του, με τις φωτογραφίες από την οικογένεια στη Μασαχουσέτη, από την αποφοίτηση του μάστερ, από κάτι εκδρομές στη Βηρυτό, με τα ωραία κείμενα, με περιγραφές γενεθλίων, κάτι σύντομα σχόλια-απαντήσεις με ευχές και σεμνά παράπονα ή φόβους. Δε γίνεται να τον ακολουθήσει, μάλλον.
Έτσι όπως την έζησα αυτήν τη χώρα, τη σκέφτομαι συχνά ως ένα σταθμό αναχωρήσεων, όλοι πασχίζουν να φύγουν, στην Αμερική, στη Βόρεια Ευρώπη, στον Καναδά, στην Αυστραλία. Κι έχει την ατμόσφαιρα του κέντρου διερχομένων. Κάποτε περιμένω, όπως στο Σταθμό Λαρίσης, στα γυαλισμένα και φαγωμένα από τα τόσα πατήματα μωσαϊκά, να αρχίσουν οι αναγγελίες για τόπους προορισμού του συρμού. Και νά'ναι με τη φωνή ας πούμε της Λαμπέτη και το δρομολόγιο να έχει ως ακολούθως:
Πριν τους αλλάξει ο Χρόνος
Λυπήθηκαν μεγάλως στον αποχωρισμό των
Δεν τόθελαν αυτοί ήταν οι περιστάσεις.
Βιοτικές ανάγκες εκάμνανε τον ένα
να φύγει μακρυά- Νέα Υόρκη ή Καναδά.
Η αγάπη των βεβαίως δεν ήταν ίδια όπως πριν
είχεν ελαττωθεί η έλξις βαθμηδόν,
είχεν ελαττωθεί η έλξις της πολύ.
Όμως να χωρισθούν, δεν τόθελαν αυτοί.
Ήταν η περιστάσεις.- Ή μήπως καλλιτέχνις
εφάνηκεν η Τύχη χωρίζοντάς τους τώρα
πριν σβύσει το αισθημά των, πριν τους αλλάξει ο Χρόνος
ο ένας για τον άλλον θα είναι ως να μένει πάντα
των είκοσι τεσσάρων ετών τ'ωραίο παιδί.

Έπειτα ο σταθμάρχης με το κόκκινο σιρίτι του θα σφυρίξει και θα δώσει το σήμα, κατεβάζοντας απότομα το χέρι του.

Labels: , ,