Δυο στενά παραδίπλα
(Υπαίθρια αγορά στη Δαμασκό: Λίγο πριν από τη Χαμιντίγιε)
[Ο Επίτροπος της Επικρατείας... Αυτός ο επαγγελματικός τίτλος-κατηγόρια από τον αυστηρό λόγο της Απολογίας του Τερτσέτη μού έρχεται πάντα στο νου όποτε τυχαίνει να σκέφτομαι τον μάνατζερ της λεγόμενης εκπαίδευσης (με την όψη "μπαλσαμωμένων δεσποτάδων" στο θώκο του με το τυχάρπαστο διδακτορικό στο ξυλόγλυπτο αναλόγιό αντί του Τετραβάγγελου). Ακόμη κι ο λόγος περί του ανθρώπου αυτόματα παραγεμίζει με επίθετα, τα οποία, αν δε με ξεγελά η μνήμη μου, ο Barthes τα αποκαλεί νεκροφόρες της πρότασης για τους σωστούς λόγους. Τώρα, γιατί ξεκινώ το σημείωμά μου κατά τέτοιο τρόπο; Γιατί κάθε φορά ο μόνος τρόπος που διαθέτει για να επιδεικνύει την τερηδόνα της "ισχύος" του είναι μέσω του ελέγχου των σφραγίδων εισόδου κι εξόδου στα διαβατήριά μας και η αντιπαραβολή των ημερομηνιών με τους πίνακες επισήμων αργιών που προσπαθεί να συντάξει μέσω εγγράφων και μολυβδοβούλων στα οποία ζητά να απαντήσουμε "ΑΜΕΣΑ" (ούτως: κεφαλαιογράμματα και μάλιστα με τονισμένη τη γραμματοσειρά). Έτσι ώστε να επιβληθεί η δίκαιη τιμωρία για όποιον δόλιο αποφάσισε ένα σύντομο ταξίδι αναψυχής ή να υποβληθεί στην ταλαιπωρία της αποδείξεως του αυταπόδεικτου- ότι, δηλαδή, ζούμε σε μουσουλμανική χώρα κι ακολουθούμε στην εργασία μας το μουσουλμανικό εορτολόγιο. Η ικανοποίηση αυτού του τραγικωμικού ήρωα που ξεπηδά από τις σελίδες του Συμβολαιογράφου του Ραγκαβή είναι η στιγμή της μακροθυμίας: "Σας καταλαβαίνω συνάδελφε. Μόνον εγώ σας νιώθω. Γιαυτό και δε σας παραπέμπω σε ΥΔΕ, απλώς προβαίνω στο ελάχιστο, στην περικοπή επιμισθίου". Φυσικά, σ' εμένα δεν έχει απλώσει τα δακτυλιδοφορεμένα πλοκάμια του εξαιτίας του καθεστώτος της δουλειάς μου κι επειδή ίσως υποψιάζεται ότι όλα θα τελείωναν ωραία με δημοσιεύσεις στον Αθηναϊκό Τύπο κι ακροαματικές διαδικασίες σε δικαστικές αίθουσες. Γενικά η υπομονή μου έχει λιγοστέψει με τα χρόνια και από την παρατήρηση με σιχασιά της τάσης των περισσότερων να μετατρέπουν τις ανθρώπινες (επαγγελματικές, προσωπικές, αισθηματικές, γονικές...) σχέσεις σε παιχνίδια ισχύος. Απορώ. Τι συμβαίνει με τους ανθρώπους; Δεν έπαιξαν αρκετή Μονόπολη ή το αναγκαίο Στρατέγκο όταν ήταν παιδιά, για να χορτάσουν πια με νίκες-ήττες και να προχωρήσουν αργότερα σε κατιτί ουσιωδέστερο; Να μεγαλώσουν λιγάκι; Να καβαλήσουν τα ημερωμένα λιοντάρια μέσα τους, στο λάκκο της ψυχής τους, σαν τον Δανιήλ; Το δράμα είναι ότι οι υπόλοιποι υποχρεώνονται να προετοιμάζουν αμυντικούς λόγους, καταγγελίες, δύστροπες παρατηρήσεις. Να τρέφουν αγκάθια που, ίσως, σε άλλη περίπτωση θα δίναν τον τόπο τους για φύλλα κι άνθη.]
Λοιπόν, κι αυτό το Αϊντ Ελ Φιτρ (Γιορτή της Καταλύσεως, από το ρήμα "φάΤαρα"- θραύω, σπάω), ταξίδεψα για τρεις μέρες στη Δαμασκό. Η πόλη αυτή αλλάζει με πολύ αργούς ρυθμούς και, συνήθως, καταρρέοντας. Είναι ένας από τους λόγους που την ετοιμάζω στο μυαλό μου ως σχέδιο κι ως προσδοκία κάθε φορά. Ξέρω τι θα δω: ακόμη κι οι μορφές των σερβιτόρων, των μικροπωλητών δεν αλλάζουν εύκολα εκεί. Είναι το αντίθετο από το Αμμάν, όπου ένα τετράμηνο αρκεί για να αλλάξουν πάρα πολλά- οι δρόμοι να αλλάξουν κατεύθυνση, νέοι κόμβοι να ανοίξουν, μαγαζιά καινούργια, τα πρόσωπα στα καφενεία, οι όψεις των κτιρίων, τα εκ βάθρων νέα κτίρια. Ιδίως το καλοκαίρι, όταν επιστρέφω μετά από πενήντα μέρες, πάντα με περιμένουν εκπλήξεις και συχνά δε μου αρέσουν οι εκπλήξεις. Πήγαμε με τον Αλά με τουριστικό γκρουπ, από αυτά που οι συμμετέχοντες δεν έχουν το χρόνο ή και το κέφι να σμίξουν λίγο περισσότερο. Γνωρίσαμε βέβαια στο πρόγευμα, στο ηλιόλουστο εστιατόριο ένα χαριτωμένο ηλικιωμένο ζευγάρι. Εκείνος Σύρος, σκούρος, από πόλη κοντά στη συροϊρακινή μεθόριο, εκείνη Γερμανίδα από την γερμανο-ολλανδική μεθόριο. Εκείνος έζησε χρόνια στη Γερμανία, όπου μάλλον πλέχθηκε η ρομαντική ιστορία. Εκείνη έζησε χρόνια στον Οριενταλισμό πριν τον γνωρίσει. "Πάντα ήθελα να σπουδάσω ανατολικές σπουδές, μα δε μ'αφηνε ο πατέρας μου". Ζούν στη Συρία, δεν απόκτησαν παιδιά μα υιοθέτησαν δυο γάτες. Δραπέτευσαν στη Δαμασκό για την αργία προκειμένου να αποφύγουν τις ατέλειωτες και δαπανηρές τυπικότητες των οικογενειακών επισκέψεων. Θα έφευγαν την επαύριο για τη Χομς κι έπειτα για το Χαλέπι. Τουρίστες κι αυτοί μέσα στη χώρα "τους", στο χρόνο και στις επιλογές τους, κάπου στο ενδιάμεσο, σαν τις σπασμένες γλώσσες που μιλούσαμε. Τους ξαναείδαμε χαρούμενους κι ευγενέστατους πάλι την τελευταία μας ημέρα στο ξενοδοχείο. Με χαιρέτησαν στα ελληνικά, από τις λέξεις που έμαθαν κατά τα ταξίδια τους από τη Γερμανία προς τη συριακή πόλη, τόσα χρόνια, μέσω Ηγουμενίτσας όπως μου είπε εκείνη. Μου περιέγραψε βιαστικά τη μυστικιστική σχεδόν εμπειρία της στους Δελφούς, που έψαχνε ένα μέρος να μείνει μόνη και στο τέλος το βρήκε. "Μόνο στη Φύση θρησκεύω. Ανάμεσα στους ανθρώπους χάνω γρήγορα όποια αίσθηση του Θεού. Μου αρέσουν οι εκκλησίες και τα τζαμιά, μα μόνο από την αρχιτεκτονική άποψη. Δεν πιστεύω ότι μπορεί να προσευχηθεί κανείς αυτού." Η ένταση της φροντίδας που είχαν μεταξύ τους, με έκαμαν να σκεφτώ ξανά τη σκηνή πριν από δύο έτη στο Cham Palace, τότε που είδαμε τη Μαξιμιλιάνα και τον Άχμαντ, τον άντρα της, ηλικιωμένους κι αγαπημένους να πίνουν τον καφέ τους στο λόμπυ περιμένοντας να φτάσει η ώρα για το γεύμα (τελευταία μέρα του Ραμαζανιού γαρ...) Πέρσι εκείνος πέθανε ξαφνικά (δεν άντεξε στην εγχείριση ανοικτής καρδιάς) κι η Μαξιμιλιάνα μαυροφορέθηκε μέσα κι έξω. Πόσο διπλή γίνεται η απώλεια, για τους ανθρώπους που άλλαξαν ακόμα και πατρίδα για χάρη της αγάπης... Μόνο πρόσφατα την είδα να προσθέτει κάτι βαθυκύανα φουλάρια στην αμφίεσή της, ίσως για να μην αιφνιδιάζει τους φοιτητές της με την πένθιμη όψη. Είδα ξανά το τραπέζι τους κατειλημμένο αυτήν τη φορά από ένα νεαρό που μιλούσε φανατικά στο κινητό του, περίπου όπως εμφανίζεται η σκηνή σε ένα τραγούδι της Φεϋρούζ για τα παλιά καφενεία που σύχναζαν άλλοτε οι αποξενωμένοι πια εραστές. Μας τέλειωσε η μπαταρία της φωτογραφικής μηχανής από το πρώτο βράδυ, πριν μπουμε στο καφενείο Medas κι έτσι απέμειναν όλα να εμπιστεύονται τη μνήμη, αυτήν τη μακρια αίθουσα με τους παραμορφωτικούς καθρέφτες.
Δυο στενά παραδίπλα από την κεντρική λεωφόρο της 29ης Μαϊου, νύχτα, με λίγη βροχή, είχαν πάλι στηθεί οι περιστασιακές κούνιες κάνοντας το δρόμο ένα σκοτεινό λούνα παρκ, για να ξοδέψουν τα παιδιά το χαρτζηλίκι της γιορτής. Τα πιο μεγάλα το κρατούν για να αγοράσουν φτηνά τσιγάρα και να πάνε σε σινεμάδες που προβάλλουν ανάλαφρες σεξοκωμωδίες με το επιτρεπτό γύμνωμα. Πάλι με τα επίσημα καινούργια ρούχα τους.
Οι άνθρωποι μου φάνηκαν πιο κουρασμένοι από ποτέ και πιο ευγενικοί από συνήθως. Πρώτη φορά μου φάνηκε να εκτιμούν το φιλοδώρημα και να εκφράζουν συμπάθεια σε Ιορδανούς και οιονεί Ιορδανούς επισκέπτες σαν κι ελόγου μου, χωρίς μηχανική δουλοπρέπεια. Κοιτούσαν στα μάτια. Μια ανθρώπινη κούραση.