Tuesday, August 30, 2016

Η πίσω αυλή

      Οι πίσω αυλές για την ακρίβεια, γιατί είναι δύο εκείνες που βλέπω από το γραφείο μου. Απλά η μία ακολουθεί μονότροπη ζωή, τη ρουτίνα της ηλικιωμένης γειτόνισσας που κατεβαίνει με κόπο τα σιδερένια σκαλιά, φέρνει από το πλυσταριό τη σκάφη με τα ρούχα κι απλώνει. Διακριτικά χαιρετιόμαστε και πιο φωναχτά πεντέξι φορές το χρόνο, όταν θεωρεί πως γύρισα από διακοπές. Κουρασμένη κάποτε κάθεται στο σκαλοπάτι της και κοιτάζει χαμηλά, μάλλον προς χρόνια που άφησε ανεβαίνοντας την κλίμακα. Ανοίγει έπειτα την πόρτα και χάνεται. Ο μεντεσές, αλάδωτος, πάντα τρίζει.  
Κάτι θα λέει κι αυτός, αλλά δεν έμαθα τη γλώσσα του σιδήρου για την ώρα. Η άλλη αυλή ζει πιο ακανόνιστα. Μου φαίνεται διαρκώς εγκαταλελειμμένη, μα σίγουρα σφάλλω γιατί τα δέντρα της ευδοκιμούν και δεν παραδόθηκε σε αγριόχορτα, σε σκουπίδια, σε γκρεμίσματα, όλα σημάδια της ανθρώπινης εντροπίας. Σα για να εξαγοράσει την ησυχία της, έρχεται το τέλος του Ιουλίου και γεμίζει φωνές: αρκούν τρία παιδάκια και δυο μητέρες για να γίνει κοσμοπανήγυρις στη χώρα αυτή. Από τις ομιλίες, τις απαγορεύσεις, τα ολισθήματα καταλαβαίνει κανείς πολλά. Είναι τα παιδιά που έρχονται από τη Γερμανία για να επισκεφτούν τους γονείς. Άπαξ του έτους. Τα εγγόνια είναι ξετρελαμένα από την περιτείχιστη ελευθερία της πίσω αυλής, τρέχουν γύρω από τις βυσσινιές και τη μουσμουλιά. Ανάμικτα μιλούν τα ελληνογερμανικά. Μα και οι μητέρες βάζουν λέξεις της γερμανικής καθημερινότητας των αντικειμένων. Μιλούν έντονα, περιγράφοντας η μια στην άλλη. Άρα σε άλλες πόλεις θα ζουν ή σε άλλες γειτονιές μακρινές στην ίδια μεγαλούπολη και δεν ανταμώνουν συχνά. Έπειτα, τέλος Αυγούστου, πλακώνει η σιωπή. Ποιος ξέρει ποια Στουτγάρδη, ποιο Αμβούργο καταπίνει τις συλλαβές τους. 
     Νομίζω ότι αυτές οι πίσω αυλές, όταν η τυφλότητα μας αφαιρέσει κάθε άλλη ματιά κατανόησης, θα μας θυμίζουν την ενότητα της εμπειρίας στη νότιο και νοτιοανατολική Μεσόγειο: η γλώσσα των μεταναστών που επιτρέπεται για τρεις βδομάδες μόνο. Επισκέπτες. Οικείοι. Ξενωθέντες.

Labels: ,

Wednesday, August 24, 2016

Περί βιογραφίας

Περί βιογραφίας (2β)
      Μια παρέκβαση με τις ελευθερίες της: Βιογραφούνται άραγε και οι πόλεις; Και ποιοι, αν ναι, οι βιογράφοι τους; Νομίζω πως o,τιδήποτε ανθρώπινο ή ανθρωπογενές είναι ή, καλύτερα, γίνεται με τον καιρό μανιώδες με τη βιογραφία. Είναι λογικό, γιατί αυτή ανακουφίζει (χωρίς να θεραπεύει) δύο μάστιγες: α. την απορία για την αφετηρία και β. την οχύρωση απέναντι στη σκληρή δίδυμη αδερφή της Μνημοσύνης, την αδιάφορη κανίβαλη Λησμοσύνη. Άλλωστε από νωρίς οι πόλεις έλαβαν ανθρώπινη μορφή. Στη μια όψη των αρχαίων νομισμάτων είτε ταυτίζονται με την ανθρώπινη μορφή θεών ή ηρώων είτε απεικονίζονται αυτές οι ίδιες προσωποποιημένες. Φορούν την ανθρώπινη μορφή ή, αφαιρετικά, εκτίθενται ως το κατεξοχήν μνημείο τους (ένα ταφικό μνημείο, ένα άγαλμα) φτιαγμένο από τα χέρια ανθρώπων. Ο οικιστής είναι η μαία κι ο νομοθέτης γίνεται ο τροφός της πόλης. Κάποτε μπορεί και να μαζέψω εκείνα τα tondi στα οποία οι πόλεις εμφανίζονται ως αρχόντισσες εστεμμένες με κάστρα. Μαίνεται έπειτα κι ο πόθος των επιφανών να δώσουν το κύριο όνομά τους σε πόλεις. Να διαιωνίσουν το κορμί που γερνάει πάνω σε δρόμους, σε αγορά, σε στοές και βουλευτήρια.
     Βιογράφοι των πόλεων αυτοί που ξεθάβουν (οι αρχαιολόγοι) κι αυτοί που θάβουν (οι νεκροθάφτες), αυτοβιογράφοι των πόλεων οι αστυλάτρες ποιητές, οι φιλοπόλιδες πεζογράφοι, οι δημοτικοί άρχοντες και οι πολεοδόμοι με όραμα. Πάντα δείχνουν προς την πόλη σημειώνοντας και το διαβατικό εγώ τους: σε χαρτί, σε ριζόχαρτο, σε μάρμαρο, σε μέταλλο. Αυτοβιογράφοι των πόλεων και γκραφιτάδες που φωσφορικά επιμένουν να υπενθυμίζουν ότι ζουν με το κωδικό τους όνομα εκεί ή που κάτι βάζουν από την όψη τους στα αναπαραστατικά έργα τους.
      Έτσι, τρεις βασικούς τόμους βιογραφίας του αστικού χώρου εντοπίζω εδώ: την ανασκαφή (σχεδιασμένη χωρίς χρονικό όριο ή βιαστική κι απροσχεδίαστη, όταν σκάβουν οι πόλεις τα σωθικά τους μήπως κι αλλάξουν στο "μονδέρνο" με τα μετρό και τα μωλ, μ'όλο που βέβαια ξέρουν τι χαλούν μα δε θέλουν να ξέρουν τι θα φτιάξουν), το μουσείο (είναι το οικογενειακό άλμπουμ από τη ζωή της πόλης, το σπίτι, τα δωμάτια, ο κήπος, οι συγγενείς, οι επισκέπτες, οι γόνιμοι, οι άγονοι, οι απόκληροι μιας φαμελιάς) και το κοιμητήριο (όπου οι αληθινοί πολίτες έγειραν το κεφάλι αφού υπέπεσαν στο γενικό σφάλμα της θνητότητας εμπιστευόμενοι, οι αισιόδοξοι, τη μνήμη των αγαπημένων).
    

Ο Ηρόστρατος θέλησε να διαιωνιστεί βλάπτοντας το σύμβολο της πόλης του, της Εφέσου. Ηρόστρατοι, το λοιπόν, και οι δήμαρχοι της κωμοπόλεως που σχεδόν απείλησα δυο κείμενα προηγουμένως να λούσω με σελίδες από τη βιογραφία του Παζολίνι με τη συνέργεια του ανέμου, ενός απογευματινού λίβα. Αποφάσισαν, χάριν διαιωνίσεως των εντελώς προβανσάλ ονομάτων τους, την καταστροφή του παλιού κοιμητηρίου της, που από 25ετίας έχει σταματήσει να δέχεται την πικρή σπορά του τέλους. Θέλουν να φτιάξουν πάρκο. Ήδη τα τέσσερα που υπάρχουν δε φτάνουν, ως φαίνεται, αν και ασύχναστα παραμένουν. Ποιος ξέρει τι πλάκες μαρμάρου ονειρεύονται ή τι ταξίματα άκουσαν. Γεγονός παραμένει πως πολλά οικογενειακά ονόματα έσβησαν πια οριστικά με τις μπουλντόζες. Πολίτες που είχε θερίσει η προσφυγιά, η ελονοσία, το χτικιό, η βουλγαρική κατοχή, ο άγριος Εμφύλιος κι άτυχοι έρωτες οριστικά δόθηκαν λάφυρο στη Λησμοσύνη. Πάει και το ταφικό παρεκκλήσι εκείνου του τοπικού Μαυσώλου που θέλησε να εξαγοράσει την παραγνώριση και την ανυποληψία με μάρμαρα. Κι ας είχε γίνει περίπου τοπική παροιμιώδης έκφραση η οικοδόμηση του τάφου. Αναρωτιέμαι... Ο νεκροθάφτης είναι βιογράφος της πόλης (εμπιστευόμενος στη μνήμη το ανίσχυρο σώμα). Ο καταστροφέας δήμαρχος τι άλλο είναι παρά σαράκι στον τόμο της βιογραφίας;

Labels: , ,

Tuesday, August 23, 2016

Περί βιογραφίας

Περί βιογραφίας (2α)
      Για να ξεκουράζομαι από την απόλαυση της ανάγνωσης του βιογραφικού κειμένου που προμνημόνευσα, διαβάζω ξανά του Φιλίπ Ντελέρμ, Έργα και ημέρες του αξιότιμου κυρίου Σ., εκδόσεων Πατάκη. Πέρασαν κιόλας επτάμιση χρόνια από την πρώτη, σύντομη κλινοπάλη μας. Είναι σχεδόν αστεία η συνήθειά μου να υπογράφω τους τόμους με δύο τρόπους. Τη μέρα της απόκτησής τους και τη μέρα της ολοκλήρωσης της πρώτης ανάγνωσης. Ευτυχώς δε μου πέρασε από το νου να υπογράφω τις επόμενες αναγνώσεις, γιατί μερικοί τόμοι θα έμοιαζαν με οθωμανικά κατάστιχα. Το αστείο έχει πάντα τη χρήσιμη όψη του: η υπογραφή μου βραδέως εξελίσσεται σε κάτι δυσανάγνωστο, ερμητικό. Θα έρθει η στιγμή που θα με εκδιώξουν περιφρονητικά από τις τράπεζες ως πλαστογράφο. Παλαιά ήλπιζα ότι σύντομα θα καταργηθούν τα αραβικά αριθμητικά ψηφία και σημείωνα τις χρονολογίες με τα δοκιμασμένα ελληνικά γράμματα-αριθμητικά ψηφία. Η ελπίδα μου για τους αριθμούς μετατρέπεται πια σε βεβαιότητα, αλλά από λύπηση προς τα κλασσικά αριθμητικά ψηφία (που μετρημένες έχουν τις μέρες τους) άρχισα να τα χρησιμοποιώ περισσότερο. Για να ολοκληρωθεί το αστείο με τα στοιχεία καταγραφής, σημειώνω α. τον τόπο απόκτησης και β. τον τόπο ολοκλήρωσης της πρώτης ανάγνωσης. Μπορεί να φανταστεί κανείς σε τι ταλαιπωρίες μνημοτεχνίας εκτίθεμαι, βλέποντας ξανά Θεσ/νικη, Καβάλα, Αθήναι, Χρυσ/λη, Αμμάν, Δαμασκός, ... , γραμμένα.
     Η μετάφραση της Μαρίας Πετρόχειλου δε θέτει πάλι ζητήματα. Είναι προσεκτική και χωρίς φιοριτούρες, πράγμα που πολύ ταιριάζει σε κείμενο που χρησιμοποιεί τη μικρή φόρμα. Αλλά έπρεπε, θαρρώ, να πατήσει πόδι, όταν βάζαν τον τίτλο στην έκδοση με τη λογική του γούστου της αγοράς, αφού απομακρύνθηκαν πολύ από τον πρωτότυπο ("Είχε βρέξει πολύ όλην την Κυριακή"). Πόσο μάλλον που γούστο και αγορά είναι έννοιες πιο άπιαστες κι από το φάντασμα του Δαρείου. Η έννοια της Βροχής μια χαρά στάζει Παρίσι. Και "όλην την Κυριακή" τέλεια ταιριάζει με εκείνον τον ευτυχή-δυστυχή-κινητικό- αενάως αμετάθετο ταχυδρομικό υπάλληλο Σπιτσβέγκ. Γιατί τις Κυριακές μπορεί να πανικοβληθεί κι ο πιο ψύχραιμος υπάλληλος. Η επιλογή του ελληνικού τίτλου (Έργα και ημέρες του αξιότιμου κυρίου Σ.) έχει ενδιαφέρον από την άποψη ότι υπονοεί την αγάπη των εγχώριων για τη βιογραφία. Όνομα, δράση και χωροχρονική αναφορά είναι απαραίτητα συστατικά της βιογραφίας, ενός θραύσματος δηλαδή της ραγισμένης ιστορίας/Ιστορίας. Δε θέλω να χαλάσω την απόλαυση για τους μελλοντικούς αναγνώστες και δε σημειώνω λεπτομέρειες. Τα κεφάλαια σπάνια ξεπερνούν τις τρεις σελίδες κι, επομένως, το κείμενο προσφέρεται για ασκήσεις ανάγνωσης, επανεξοικείωσης με το συνεχή λόγο, αλλά και για τη νύστα που δεν είναι αρκετή για έναν "μια-κι-έξω" ύπνο μεσημεριανό. Γενικά, και το Παρίσι εμφανίζεται και τα μουσεία κι ο χάρτης του τερατώδους μετρό (ένα βάσανο για τους πάσχοντες από πρεσβυωπία, όπως ο γράφων) και αλσατικές σπεσιαλιτέ κ.α. Εδώ τα μικρά κεφάλαια συνθέτουν μια ελλειπτική βιογραφία, σαν τελίτσες των πουαντιγιστών. Επειδή ο βιογραφούμενος άνθρωπος είναι η φωτογραφία που πρέπει να υπάρχει στο λήμμα "Αστική Ρουτίνα", μπορούμε να προεκτείνουμε τη χρονική έκταση και προς το παρελθόν και προς το μέλλον. Έτσι, τα επεισόδια δεν υπαινίσσονται τη μοναδικότητά τους (μια από τις απαιτήσεις του δραματικού) μα φτιάχνουν τον "τρόπο" του Σπιτσβέγκ για τη ζωή, την πόλη και τους άλλους ανθρώπους.
     Όπως καταλαβαίνετε, ο τόμος αυτός δε διαλύεται, δεν πάει να διασκορπιστεί σε δρόμους κωμοπόλεων με τον αέρα: ο άνθρωπος αυτός υπάρχει επειδή βιογραφείται. Δεν είναι ότι δεν έχει τα έργα του κι αυτός. Είναι ότι δεν ενδιέφεραν κανέναν, προτού τα επινοήσει-εκθέσει ο Δημιουργός του, ο βιογράφος. Αν διασκορπίσουμε τις σελίδες, δε θα έχει ακυρωθεί μόνον ο τόμος μα και το πρόσωπο της αφήγησης.

Labels: ,

Περί βιογραφίας

Περί βιογραφίας (1)
    
     Είναι σωστό το παλαιό και τελεσίδικο "έχουν τα βιβλία τη μοίρα τους". Το λέω έχοντας χειροπιαστό παράδειγμα μια επιτυχημένη αποτυχία: ολοκληρώνω με μεγάλη αγωνία για το τελευταίο κεφάλαιο την ανάγνωση βιογραφικής μελέτης πάνω στο έργο του Παζολίνι. Δεν κρύβω ποτέ, σαν έρθει ο λόγος, τη λατρεία μου για το κινηματογραφικό έργο του. Από τη λογοτεχνική παραγωγή του ξέρω λιγότερα. Πάντως το Amado mio με είχε συγκλονίσει στον καιρό της ελληνικής κυκλοφορίας του. Πίσω στη βιογραφία. Η μετάφραση του Προκόπη Σοφρά είναι μετρημένη και στρωτή, δε δυσχεραίνει την ανάγνωση του κειμένου του Ρενέ ντε Σεκατύ, ο οποίος υπήρξε κι εκείνος μεταφραστής έργων του Παζολίνι (στη γαλλική). Η έμφαση είναι στην ενότητα λογοτεχνήματος και κινηματογραφικής αναπαράστασης και στην αγχώδη αναμέτρηση με τη Λερναία Ύδρα που είναι στεφανωμένη με πολλές ελπίδες κυνηγών κι αναδύεται άμα τη φωνάξει κανείς "Πραγματικότητα". 
     Το παιχνίδι της μοίρας μού το έπαιξαν οι εκδόσεις Κασταλία: διάλεξαν το σωστό τίτλο να εκδώσουν μα τη λάθος κόλλα για να δέσουν το χαρτί. Όσο διάβαζα, ο τόμος διαλυόταν. Κάποτε και σε μονόφυλλα. Ο,τιδήποτε όμως έχει απολλώνειο το όνομα, προτρέπει στην ερμηνεία ενός χρησμού για τα τυχαία. Η ζωή του Παζολίνι διαλυόταν μπροστά μου και μάλιστα όχι ανά κεφάλαιο. Αν μπορούσα να γίνω λίγο περισσότερο άφροντις, θα είχαν λούσει τους δρόμους της κωμόπολης μικρές σελίδες δημοσιογραφικού χάρτου. Σκέφτηκα ότι έτσι πρέπει να γίνεται με τις ερμηνευτικές βιογραφίες: να διαλύονται καθώς τις διαβάζεις. Να μην απομένουν παρά τα εξώφυλλα έτσι ώστε να μην μπορείς να τις χρησιμοποιήσεις σε τίποτα φιλολογικό, σε κανέναν υπομνηματισμό, σε καμιά απαίτηση για έργο αναφοράς: Βέβαια, εσύ, ο τυχερός προ της διάλυσης αναγνώστης, κάτι συγκράτησες, κάπως ξανασκέφτηκες τον αγαπημένο δημιουργό, αλλά χωρίς να μπορείς να το παρακάνεις και να ξεχάσεις πως άλλο το έργο, άλλο η ζωή. Φωτίζει ο βίος τη δημιουργία κάποιου: είτε ως ψυχολογική αιτιολόγηση, είτε ως ιδεολογική καταβολή. Όμως το φως είναι παράξενη ουσία: δείχνει, κρύβει, βεβαιώνει, παραμορφώνει. 
    Σκέφτομαι την έκπληξη να λάβει εξ ουρανού κανείς μια σελίδα βιογραφίας με λεπτομέρειες ενός πρώιμου αδελφικού θανάτου (στη νιότη του ο Παζολίνι έχασε το μικρότερο παρτιζάνο αδερφό του, δολοφονημένο από μια παρανόηση) ή ένα υποτιθέμενο σεξουαλικό σκάνδαλο για να διευκολύνουν οι άθλιοι εντολείς του Τύπου την περιθωριοποίηση του μεγάλου σκηνοθέτη. Το διαβάζεις. Το πιο καλό είναι μετά να το κάνεις βαρκούλα και να το αφήσεις: θα έχει κιόλας επιτελέσει μια λειτουργία, αφού χάρη στη βαρκούλα θα έχεις ξαναδεί και το νερό και τις όχθες που είναι το έργο του δημιουργού.

Labels: , ,