Saturday, December 23, 2006

Πώς μ'αρέσει, πώς μ'αρέσει...

Ήρθαν τα Χριστούγεννα
-εορτή μεγάλη-
και το δέντρο του Χριστού
ήρθε, ήρθε πάλι

Δέντρο με χρυσά στολίδια
με κουφέτα με παιχνίδια
Απ'τα πλούσια κλαδιά
Όλοι πάρετε παιδιά.

Ωχ βασανάκια! Δηλαδή, όσο περνούν τα χρόνια, τόσο αυτές οι εκλάμψεις μαύρου φωτός της μνήμης θα πληθαίνουν; Αυτό ήταν το τραγούδι που έλεγα αντί για κάλαντα στους ξαφνισμένους καταστηματάρχες, φίλους του μπαμπά κατά πλειοψηφία. Το κλασσικό, το κρατούσα για όταν πηγαίναμε παρέα με άλλα παιδιά, κυρίως σε σπίτια. Πάντα ήταν ένας πονοκέφαλος οι διάφοροι διακανονισμοί και μοιρασιές. Ενώ έπαιρνα τους φίλους στα συγγενικά και φιλικά σπίτια, ένιωθα ότι εκείνοι κρατούσαν μια δεύτερη παρτίδα καλάντων για αργότερα, όταν θα ήταν μόνοι, για να μη χαθεί η πρόσοδος στα ποσοστά. Θυμάμαι πολύ καλά τα μισόφραγκα. Ψιλά ψιλά, με τη λεοντή στο βασιλικό εθνόσημο. Το τάληρο. Τις ταλαίπωρες μόνες γιαγιάδες στα σπίτια με παρατημένο τον κήπο και τα κυδώνια στη σουπιέρα, πάνω στο τραπέζι. Το τρίγωνό μου το είχα πάρει μαζί μου ακόμη κι ως φοιτητής.

Δέντρο με χρυσά στολίδια: το δέντρο μας ήταν ασημένιο, ένα υπερρεαλιστικό μέτριο δέντρο από όνειρα ηλεκτρικά. Η συλλογή των παιχνιδιών ήταν όμορφη: όλα από λεπτό γυαλί, από γυαλί χρωματιστό. Λεπτά, σαν τσιγαρόχαρτα. Η μαμά τα φυλούσε σε κουτιά με θήκες και χαρτοπετσέτες, σα να ήταν θησαυροί ενιαύσιοι. Η θεία πάλι είχε στην αποθήκη τα παιχνίδια από το παλιό τους δέντρο, παλιό πλαστικό, με φάτνες, με αστέρια με ουρά, χοντρουλά αγγελάκια τύπου Ραφαήλου- χωρίς καμιά ποιότητα μπορώ να πω. Αλλά στα μάτια μου, το ευεξήγητο πλαστικό είχε ομορφιά, τα κακοβαμμένα ζώα της φάτνης, οι πάνες των αγγέλων. Δε θυμάμαι το δέντρο τους, ποτέ δεν το είδα. Σταμάτησαν να στολίζουν, πιθανώς προφασιζόμενοι (προφασιζόμενες, είναι ο έντιμος τύπος) το θάνατο του θείου, ίσως όμως κι από τεμπελιά να ασχοληθούν με τη λεπτομέρεια. Έμενα στο εργατικό, ακόμη και μες στο κατακαλόκαιρο, σκαλίζοντας τα λίγα απομεινάρια.

Χτες το πρωί, με μισή καρδιά έφτιαξα το δέντρο. Ήμουν αποφασισμένος να μην κάνω, μα έπειτα σκέφτηκα τον μικρό Γιούσεφ, που φέτος θα μου έρθει μεγαλύτερος (είναι πια ενάμισυ χρονών) κι ίσως είναι η ευκαιρία του να δει και να εντυπωσιαστεί από αυτό το συνήθειο που δεν είναι στη ζωή τους. Τα φωτάκια. Κι έπειτα αυτά τα κινέζικα δε σπάνε, είναι αιώνιο πλαστικό. Ακόμη και το ύφασμα ολόγυρά τους είναι πλαστικό. Ήθελα να το βγάλω φωτογραφία καθώς ήταν ακόμα μισοφτιαγμένο, το ένιωσα σχεδόν ως σύμβολο. Μα ευτυχώς, τέλειωσε η μπαταρία της μηχανής κι ησύχασα.

Απ'τα πλούσια κλαδιά: δεν έχω σκεφτεί τι θα ήθελα να έβρισκα από κάτω από τα κλαδιά. Την παθιασμένη έμπνευση για ένα μεγάλο αφήγημα, που να με εξαντλήσει και να με κάψει όσο το δουλεύω, μέσα σε δαίδαλο από σταχτοδοχεία, μπογιές, χαρτιά και καφέδες; Ένα αληθινό χέρι που να εμπιστευτώ μέχρι το τέλος; Μια μέρα που να ξαναβρεθώ μέσα σε ρέμβη με τους ανθρώπους που μου έφυγαν ανεπιστρεπτί; Μια καθαρή αίσθηση επιτέλους, μια καθαρή παρόρμηση θέλω να πω; Βρήκα μόνο στη μεγάλη μαύρη σακούλα όπου κρύβω αυτόν τον ετήσιο μπελά, κάρτες από πρόσφατες χρονιές. Μικρές και μεγαλύτερες. Όλα ακόμα ζωντανά αλλά μεταβληθέντα. Αυτός είναι ο μποναμάς μου. Έτσι πιστεύω.

0 Comments:

Post a Comment

<< Home