Κι όσο δε μου μιλούν...
Μαγεμένος απομένω πάντα από μια φωνή που δε βρήκε κατά το δέοντα χρόνο την προσοχή που της άρμοζε και μολαταύτα επέμενε: ήταν οι πόλεμοι, ήταν κι η πολεμική εκείνων που δεν τον έβρισκαν όσο επαναστάτη έπρεπε (αναρωτιέμαι αν ο Χορκχάιμερ ή ο Αντόρνο ένιωσαν ντροπή μετά το τραγικό τέλος του για τις μακρόθεν ανάλγητες σιωπές ή μίζερες ανταποκρίσεις προς τον αναγκεμένο "σύντροφο") ή όσο ιδεαλιστή χρειαζόταν για τον εκγερμανισμό με τη βούλα...
Αν οι αναγνώσεις μας με την Μπίργκιτ ήταν παραληρηματικές στην κουζίνα του μοιρασμένου, κρύου διαμερίσματος πριν από πολλά χρόνια (δεκαεπτά, τα μετρούσα τώρα), δεν έχασαν το οξύ τους με τον καιρό: γιατί από τα λίγα που δεν υποτάσσονται στην θεριζοαλωνιστική μηχανή του χρόνου είναι τα χωρία που κουβαλούν τα ξέφτια του ονείρου. Αρκεί και η ανάγνωση του "Ενυπνίου του Σκιπίωνος" προς απόδειξη του παραπάνω.
Πρώτες Βοήθειες
"Μια γειτονιά φοβερά μπερδεμένη, ένα οδικό δίκτυο που το απέφευγα χρόνια μου αποκαλύφθηκαν διαμιάς όταν μια μέρα εγκαταστάθηκε εκεί ένας άνθρωπος που τον αγαπούσα. Σαν νά' ταν στημένος στο παράθυρό του ένας προβολέας που τεμάχιζε την περιοχή με δέσμες φωτός"
Walter Benjamin, Μονόδρομος, (μτφ. Νέλλη Ανδρικοπούλου), Αθήνα 2004
Labels: Walter Benjamin, γλώσσα, Λογοτεχνία, Μπένγιαμιν, όνειρο
0 Comments:
Post a Comment
<< Home