Tuesday, July 18, 2006

Οι ελαφροί ας με λέγουν...

Το σκηνικό εν τέλει δίνει ή επιβάλλει την ερμηνεία του στο δράμα. Βλέποντας τη Βηρυτό ξανά τραυματισμένη με τις πληγές που καπνίζουν, βλέποντας τους ξεκοιλιασμένους δρόμους και τους αναλυμένους σε σιδεριές ανισόπεδους κόμβους κυκλοφορίας, το μυαλό φέρνει ό,τι έχει στις όχθες και στον πυθμένα της κοίτης του: την ίδια πόλη σε ασπρόμαυρη τηλεόραση στην αρχή της δεκαετίας του ’80 με τις απεγνωσμένες φωνές των δημοσιογράφων των κρατικών καναλιών- πολεμικών ανταποκριτών. Ή τα κτίρια που είχαν ακόμα αποφύγει τον εξωραϊσμό της παλινόρθωσης, πριν τρία χρόνια, όταν η εταιρία του δολοφονηθέντος τέως πρωθυπουργού έκοβε κι έραβε κατά τα μέτρα της τη μνήμη, την τουριστική ατραξιόν (αμνησία των διαφημιστικών) και το διαχωρισμό του τοπίου σε ζαχαρένιες προσόψεις και στο πρόσωπο που δε χωρούσε στη μάσκα. Μόνο που τότε η τραγωδία των ημερών δε θόλωνε από παράλληλες ιστορίες τοπικού ενδιαφέροντος: ο ενδεκάχρονος Άλεξ με το πεισμωμένο του χαμόγελο, οι ύβρεις των επιβατών των πλοίων καθως αναχωρούν με καθυστέρηση για τα νησιά-παραδείσους. Ούτε τα πολλαπλά παράθυρα με δικηγόρους, ψυχαναλυτές, ιδιωτικούς αξιοσέβαστους αστυνομικούς κι εφέτες επί τιμή. Ούτε οι αρχαϊζουσες εκφράσεις αγράμματων δημοσιογράφων, που δημιουργούν μια καινούργια γλώσσα γεμάτη υφάλους και σκοπέλους, λίγο Αγία Γραφή, λίγο δημοδιδάσκαλος προ Δελμούζου, λίγο Όμηρος, λίγο «Η Δρ. Ντάλια σας απαντά» μέσα σε μια βρωμοθάλασσα της χειρότερης εκδοχής της δημοτικής. Και για το δράμα, μετράει το σκηνικό: η ίδια πόλη, αυτή που περιγράφει ο Νταρουίς σε ποιήματά του. Αλλά μετράει και ο λόγος, όχι η υπόθεση, αλλά ο τρόπος να αφηγηθεί κανείς την υπόθεση: γιατί το ίδιο μπορεί να ειπωθεί ως έπος ή ως βιαστική εναλλαγή παραγγελμάτων στα κεφαλαιογράμματα συννεφάκια του Μίκυ Μάους.
Χτες μιλούσα με τον Αλά, μέσω του διαδικτύου, θέλοντας να διακριβώσω το κλίμα που το θανατικό κι ο πόλεμος έχουν δημιουργήσει στο Αμμάν. Στην πραγματικότητα, ήθελα να μάθω αν η εικασία μου ήταν σωστή, εάν και πάλι το πνεύμα της απόμακρης Ουτοπίας είχε κατορθώσει τα θαύματά του. Οι άνθρωποι- και προ πάντων οι πιο ηλικιωμένοι- παρακολουθούν τα νέα από τα δορυφορικά κανάλια καθώς οι τοπικοί κρατικοί τηλεοπτικοί σταθμοί υποβαθμίζουν ή αποσιωπούν την κρίση που συμβαίνει σχεδόν δίπλα στην πόρτα τους.
Όμως οι νεότεροι είναι συνεπαρμένοι από την έναρξη των θερινών εκπτώσεων. Τα καταστήματα της Σουεφίγιε ένωσαν τις δυνάμεις και τις προσδοκίες κερδών κι έστησαν στο δρόμο πασαρέλα με Ντι-Τζέι και μοντέλα που έκαναν επιδείξεις μόδας αναγγέλλοντας ότι όλα τα υφασμάτινα και δερμάτινα καλούδια θα διατίθενται στη μισή τιμή. Τα παιδιά αυτά, ας ειπωθεί και τούτο, είναι κυρίως παλαιστινιακής καταγωγής (πιο ευάλωτα στις σειρήνες της αστικής μόδας) ή ιρακινής προέλευσης τελευταία, με νεαρό χρήμα στις τσέπες τους και πανάκριβα διαμερίσματα . Πολλές φορές με εκπλήσσει η απάθεια αυτής της νέας γενιάς. Αναρωτιέμαι γιατί άραγε να συμπεριφέρονται έτσι όταν έχουν ξαδέρφια και συγγενείς στην άλλη άκρη της γραμμής που ορίζει το βλέμμα τους, γιατί έχουν αυτά τα σκληρά μάτια της παραταϊσμένης γάτας, όπως δάβαζα τις προάλλες στο μθιστόρημα του Άμος Οζ, Η γυναίκα που γνώρισα; Ίσως γιατί είναι παιδιά με οξεία αντίληψη, γρήγορα στο να επισημαίνουν τα γεγονότα και πυρετώδη στην ικανότητα να τα διακωμωδούν ή να τα αγνοούν με το πείσμα μιας αποφασιστικής αμέλειας. Και όλες οι προηγούμενες αποτυχίες, καπηλείες και άνευ αντικρύσματος μεγαλοστομίες για πολιτικές λύσεις στα προβλήματα των χωρών και των κοινωνιών τους, έτσι όπως τα έζησαν ή τα έμαθαν από τον ακυρωτικό λόγο των μεγαλύτερων τους έστρεψαν στον καθρέπτη του ατομικού τους ειδώλου: Η ομορφιά σύμφωνα με τα εξώφυλλα των περιοδικών και τον εκλεκτικισμό της τηλεοπτικής εικόνας, το αυτοκίνητο, η δουλειά, το δάνειο, οι αληθινές ή μυθολογούμενες διακοπές. Είναι και αυτά μικρά τέλματα για να περάσει κανείς κάποια χρόνια και να σαπίσει ενδεχομένως. Στα 300 χιλιόμετρα γίνεται συστηματικός βομβαρδισμός από αέρος για να αδειάσει ο δρόμος όταν εισβάλουν τα τεθωρακισμένα. Στα 150 χιλιόμετρα, πέφτουν οι άτακτες ρουκέτες του κόμματος του θεού. Αλλά στη Σουεφίγιε έχει στηθεί πασαρέλα και οι λεπτόκορμοι τροχονόμοι μετατρέπουν το δρόμο σε πάνδημο μονόδρομο. Αρχικά νομίζει κανείς ότι πρόκειται για κυνισμό όμως, ξέροντας τους ανθρώπους, θεωρώ ότι πρόκειται για το απλανές βλέμμα ενός γητεμένου. Αυτό είναι που βρίσκω τόσο μελαγχολικό και ύπουλο.

0 Comments:

Post a Comment

<< Home