Καλοκαίρι ξανά ξεκινά...
Πριν την αναψυχή στην Ύδρα, με τις πιο αγαπημένες φίλες, στους δρόμους που μόνον το πρωί εμφανίζονται τα δύο δημοτικά οχήματα, μικρότερα από τα αντίστοιχα των πόλεων, το ένα για τη συγκέντρωση των σκουπιδιών και το άλλο για τη μεταφορά υλικών της κοινότητας, πρέπει να έρθουν και τα νέα ως ανταποκρίσεις από τη χώρα του σκοτεινού ή του αμετάκλητου. Το χειμωνιάτικο σχέδιο, εκείνο που με πήγε ως το Μάιο με ελπίδες, ήταν να επισκεφτώ την Αμοργό και τους ανθρώπους που φέρνω στο μυαλό συνέχεια. Σαν έφτασα στην Ελλάδα κατάλαβα ότι οι μέρες δεν επαρκούσαν για ένα τέτοιο ταξίδι και, περισσότερο, οι φίλοι δεν μπορούσαν ή και δεν ήθελαν να λείψουμε τόσο. Την προηγούμενη Δευτέρα λοιπόν πήρα στο τηλέφωνο τη Μαρία για να της ευχηθώ καλό καλοκαίρι και μέσω εκείνης και στην μεγαλόκαρδη μητέρα της και σε δυο τρεις ακόμα ανθρώπους. Δεν απάντησε κατ’αρχήν κι αργότερα με κάλεσε εκείνη για να μου πεί τα μαύρα νέα κι έτσι παρ’ολίγον θα τύχαινε να ήμουν στην κηδεία του κυρ-Δημήτρη, του λεγομένου και Πάρβα. Ήταν στα νιάτα του ρεμπέτης και πότης, μα όταν εγώ τον αντάμωσα, είχε κόψει τα αλκοολούχα και αντί για το ρεμπέτικο, μια φορά μόνον, την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, έπαιξε στο γεμάτο του καφενείο παραδοσιακούς σκοπούς με το λαούτο του. Τον θυμάμαι που γυρνούσε από σπίτι του από τον απογευματινό υπνάκο του κρατώντας το κλειδί της πόρτας της αυλής, ένα τεράστιο κλειδί, όπως στις απεικονίσεις του Πέτρου που πήρε τα δικαιώματα του θυρωρού του Παραδείσου.
Στην Ύδρα, όπως γίνεται τα τελευταία χρόνια, λαχταρώ τη θάλασσα με τα βράχια και τη σκάλα που βγάζει κατευθείαν στα βαθιά κι έπειτα, καθώς κολυμπάω, φαίνονται τα σπίτια από τις απάνω γειτονιές. Η μεγάλη βόλτα που βγάζει στο Βλυχό, η άλλη η μικρότερη στο μονοπάτι με τα φανάρια που έχουν σχεδόν όλα χάσει κάποιο από τα τζαμάκια τους, για το Μιραμάρε και η ταχύπλοη βαρκάδα μέχρι το Μπίστι. Το βράδυ γύρω στις έντεκα, δίπλα στο ιστορικό μουσείο του νησιού, μπαίνουμε στη μικρή έκθεση του Χατζηκυριάκου-Γκίκα, που τέλειωνε την ίδια εκείνη μέρα, με θέμα : «Επιστροφή στην Ύδρα». Πολλά τα ήξερα κιόλας, χάρη στην έκθεση για το εργαστήρι του καλλιτεχνη, πριν κάμποσα χρόνια στο Μουσείο Μπενάκη, αν δεν κάνω λάθος. Βλέποντας και περπατώντας το χώρο, δε βρίσκω καθόλου καλλιτεχνίζουσα και θεωρητική τη γεωμετρία του χώρου του, αλλά φυσική και με την αίσθηση που δίνει το λιτό τοπίο. Τις δυο τελευταίες μέρες τα κύματα ήταν ψηλά κι άγρια. Κολυμπούσα μόνος μου, σχεδόν μόνος μου, και σκεφτόμουν το θαλασσομάχο Οδυσσέα εκεί που κολλάει σαν την πεταλίδα στα βράχια για να μη σκοτωθεί, κάτι που αρκετούς αιώνες αργότερα δεν κατάφερε να κάνει ο Λέανδρος.
Στην Ύδρα, όπως γίνεται τα τελευταία χρόνια, λαχταρώ τη θάλασσα με τα βράχια και τη σκάλα που βγάζει κατευθείαν στα βαθιά κι έπειτα, καθώς κολυμπάω, φαίνονται τα σπίτια από τις απάνω γειτονιές. Η μεγάλη βόλτα που βγάζει στο Βλυχό, η άλλη η μικρότερη στο μονοπάτι με τα φανάρια που έχουν σχεδόν όλα χάσει κάποιο από τα τζαμάκια τους, για το Μιραμάρε και η ταχύπλοη βαρκάδα μέχρι το Μπίστι. Το βράδυ γύρω στις έντεκα, δίπλα στο ιστορικό μουσείο του νησιού, μπαίνουμε στη μικρή έκθεση του Χατζηκυριάκου-Γκίκα, που τέλειωνε την ίδια εκείνη μέρα, με θέμα : «Επιστροφή στην Ύδρα». Πολλά τα ήξερα κιόλας, χάρη στην έκθεση για το εργαστήρι του καλλιτεχνη, πριν κάμποσα χρόνια στο Μουσείο Μπενάκη, αν δεν κάνω λάθος. Βλέποντας και περπατώντας το χώρο, δε βρίσκω καθόλου καλλιτεχνίζουσα και θεωρητική τη γεωμετρία του χώρου του, αλλά φυσική και με την αίσθηση που δίνει το λιτό τοπίο. Τις δυο τελευταίες μέρες τα κύματα ήταν ψηλά κι άγρια. Κολυμπούσα μόνος μου, σχεδόν μόνος μου, και σκεφτόμουν το θαλασσομάχο Οδυσσέα εκεί που κολλάει σαν την πεταλίδα στα βράχια για να μη σκοτωθεί, κάτι που αρκετούς αιώνες αργότερα δεν κατάφερε να κάνει ο Λέανδρος.
0 Comments:
Post a Comment
<< Home