Monday, June 17, 2013

Ταβέρνα "Οι αχάριστοι"


Για πολύ καιρό: μια υπόθεση που τράβηξε σε μάκρος και κακοφόρμισε, όπως οι πληγές που λίγο στην αρχή δίνουν σημεία φλόγωσης κι ερεθισμού... Δε θα πω εδώ δα τις συνέπειες μιας παλιάς ιστορίας ούτε και τα περιστατικά της γιατί δεν μπορώ να φανταστώ ούτε αναγνώστη ούτε αναγνώστρια ούτε κάποιον που περαστικά ξεχορταριάζει σελίδες παρατημένες... Φανταζόμουν όμως στο τέλος της αποσιωπημένης ιστορίας να φτιάχναμε μια ταβέρνα, εκεί στο τέλος της μικρής μας στοάς, λίγο στο πλατύ μωσαϊκό, λίγο στην παρακμασμένη μας αυλή που τώρα θα ζούσε στιγμές νέας δόξας. Εγώ δε που θυμάμαι και θυμάμαι σκηνές από τη δεκαετία του '70, θα μπορούσα να διακρίνω πίσω από τα καινούργια, πίσω από τα θερινά καθίσματα τους τοίχους ενός άλλου σπιτιού, χοντρούς και πέτρινους, από εκείνους που ξόρκιζαν το καλοκαίρι. Ίσως να γινόμουν προσωρινά εστιάτορας και για τις αραιές παρέες των φίλων κανέναν Αύγουστο μελαγχολικός τραγουδιστής. Βέβαια το βάρος θα έπεφτε σε άλλους, ο κόπος αλλά και τα μπερεκέτια της δουλειάς. Οι συνταγές θα είχαν είτε κάτι λίγο καυτερό, όπως ο βραδύκαυστος πόνος της αγνωμοσύνης είτε κάτι ανεπαίσθητα πικρό, κάτι από την πανδαισία της καμένης ζάχαρης που διαλύεται σε λίγο ζωμό ή ξύδι αρωματισμένο. Όπως η αχαριστία δια βίου. Συγκεκαλυμμένη, μασκαρεμένη, ξαναβαφτισμένη, αλλά παρούσα. Ο κατάλογος θα ήταν γραμμένος πάνω σε αχνοτυπωμένα δικόγραφα. Με το χέρι και με μια μελάνη που κι εκείνη είναι πικρή για όποιον σε στιγμή τρέλας τη δοκίμασε, ιδίως δε η σινική αφού είναι πιο πυκνή. Ο λογαριασμός θα όριζε και μια μικρή, μια ελάχιστη έκπτωση για την ψυχή των αχάριστων. Μα ποιος θα ερχόταν, ποιος θα το δούλευε (που θέλει χέρια και ψυχές καθαρά τέτοιος χώρος, να μη φοβηθείς, να μην τα συμβιβάσεις με τις προσκυνημένες σου περιστάσεις);... Κι εκείνους που σκεφτόμουν να είναι πίσω από το ψυγείο με τα τυριά και τις ελιές από όλα τα μέρη της νόστιμης πατρίδας, δεν τους σκέφτομαι πια διόλου.