Monday, April 23, 2007

Τ' Αη Γιώργη

Πολύχρονη, μες στα κίτρινά σου πάντοτε
Σε πλεόν ευτυχισμένες εποχές, όταν ο χρόνος δεν ήταν τόσο Διοκλητιανός, δε γιορτάζαμε τα γενέθλια, ποιος να θυμάται τι και πώς, ποιος ασικρίτης να κρατήσει μαρτυρία της γέννησης, ποιο σύστημα χρονολόγησης, ποιο φεγγάρι και τι ινδικτιώνος, τι απο Κτίσεως Κόσμου. Έτσι, μέναμε στον κύκλο των ονομάτων, στο άρμα της θεότητος, στο αμόνι της αναλογίας και των λαμπρών ομωνύμων μας. Πολλοί είχαν και το τραγούδι τους, σαν ήρωες από λαϊκά μυθιστορήματα που περιμένουν το Νικόλαο Βλαστό υπομονετικά στη Βενετία να καταπιαστεί μαζί τους. Όπως το κάτωθι:
Άγιε μου Γιώργη αφέντη μου κι αφέντη καβαλάρη
αρματωμένος με σπαθί και με χρυσό κοντάρι ...

Άγιος είσαι στη θωριά κι άγιος στη θεότη
παρακαλώ βοήθα με άγιε μου στρατιώτη
Από το άγριο θεριό και δράκοντα μεγάλο
όπου τον πήγαιν' άνθρωπο κάθε πρωί και άλλον
Αν δεν τον πήγαιν' άνθρωπο κάθε πρωί στην ώρα.
νερό δεν άφηνε να πιεί κανείς μέσα στη χώρα.
Τα βουλετιά τα ρίξανε τίνους θέλουν να τύχουν.
Και τύχανε τα βουλετιά εις τη βασιλοπούλα
όπου την είχε η μάνα της μία και μοναχούλα
Ο βασιλιάς σαν τ' άκουσε πολύ βαρύ του φάνη.
- Το βιός μου όλο πάρτε το και το παιδί μου αφήστε.

Για περισσότερες λεπτομέρειες και ολίγη ψαλτική μελωδία, βλ. http://www.aegean.gr/culturelab/Sounds/sound44.htm

Έτσι, σήμερα είναι μέρα γιορτινή, ακόμη και στον Σουρρεαλισμό, ανατριχιάζουν οι στίχοι του Γκάτσου. Κάτι που μοιάζει με Ρ.Μ.Ρίλκε μα δεν είναι.

Ο ιππότης κι ο θάνατος

Καθώς σε βλέπω ακίνητο
με του Ακρίτα τ' άλογο και το κοντάρι τ' Αι Γιωργιού
να ταξιδεύεις στα χρόνια
Μπορώ να βάλω κοντά σου
μια νεραντζιά στου φεγγαριού
τους χιονισμένους κάμπους
κι αυτά τα σίδερα που φορείς
μπορώ να σου τα στολίσω
μ' ένα κλωνί βασιλικό κι ένα ματσάκι δυόσμο
Μα εγώ που είδα τους απογόνους σου σαν πουλιά
να σκίζουν μιαν ανοιξιάτικη αυγή
τον ουρανό της πατρίδας μου
θα βάλω τώρα κοντά σου
τα πικραμένα μάτια ενός παιδιού
μέσα στη λάσπη και το αίμα της Ολλανδίας
Αυτός ο μαύρος τόπος
θα πρασινίσει κάποτε
Το σιδερένιο χέρι του Γκετς
θ' αναποδογυρίσει τ' αμάξια
θα τα φορτώσει θημωνιές από κριθάρι και σίκαλη
Και τότε πάλι στις σπηλιές των ποταμών θ' αντηχήσουν
βαριά σφυριά της υπομονής
Όχι για δαχτυλίδια και σπαθιά
αλλά για κλαδευτήρια κι αλέτρια.

(όπως το διάλεξε ο Χατζιδάκις, αλλά ας το δει κανείς κι ολόκληρο με την αγγλική μετάφραση στο χρήσιμο πάντα http://genesis.ee.auth.gr/dimakis/poetrygreece/6/11.html)

Labels: ,

Wednesday, April 18, 2007

Electrophone


Summertime in Prague
You do a simple action: you connect to www.radiofono.gr/live -because you suddenly missed the sound of your own language- and you choose Μελωδία fm among several options, but then it is the demon of the random melancholy who takes the steering wheel from your hands, with the decisive motion of a youthful apprentice. And it is the night, it is the hour, it is the specific four, four and a half minutes that Elli Paspala is singing, and it is the moment that your ears are open to comprehend the words, which on other occasions just come as blocks of cemented sensation. You set your adventure just for the sake of language, but the sentences come in english:

Summertime in Prague
When blood was warm, when blood was young
After all those tears
After all those years I long for...

Summertime in Prague
We were so rich without a dime
When I was your queen
And you were my king
Without a palace

We would sleep in cheap hotels
And wake up from the sound
Of bells on Sundays
We would only drink cheap wine
But I was yours and you were mine

Summertime in Prague
I was a fool I could not see
That you were meant to be
The only one for me
Now I long for...

We would sleep in cheap hotels
And wake up from the sound
Of bells on Sundays
We would only drink cheap wine
But I was yours and you were mine

Summertime in Prague
When blood was warm, when blood was young
After all those tears
After all those years I long for...
Summertime in Prague...

and there is a special breaking of the beautiful voice at that "I was yours and you weeeeeeere miii--ne". Then you are left behind, on the stopped carriage of the comments of the radio-producer: "in simple things, truth and deep emotion are to be found..." and then you do not listen anymore. You go back to the Summertime in Prague (last year) which was fine, but your steps take you even to other more meaningful "Pragues", with Maria and Leonidas on Skopelos, on the rock, with your long hair and the dozens of cigarettes. Walking for many kilometers, pausing under the tree (eating plums and drinking from the public fountain), Maria in a black blouse (how did she get this idea in mid July?) Leonidas in his honey coloured gaze. On the train, back to our Thessaloniki, I think we were tearful. For no specific reason. For all good reasons.

Labels: , ,

Tuesday, April 17, 2007

Everyman


I am not surprised by my silent passage through April but by my relative eloquence in March. I watch the few bloggers I really follow going through parallel ways, using different techniques: some retreat to self-referential speech ("why I love myself"), some play the drama of departure (Nikos Dimou is an almost global master in that- opening, closing, restructuring his blog, substituting it with other web pages, referring to numerous e-mails he gets and point at the direction of a glorious come-back to his posts). Anyway, for me, I just prefer reading or reviewing these days. Which text would I consider telling for the sense of these days? I look at the small pile of books next to my bed, waiting for a summary, or some last note (before the first-reading will be considered accomplished). I pick Philip Roth's Everyman, in its nice translation in Greek by Achilleas Kyriakides. Based on the title of an English allegoric drama (late 15th cent.) Everyman or The Summoning of Everyman, in which the main figure is asked by Death to present his deeds and acts on this futile world. Roth's Everyman, present his long encounter with the sense of mortality. The successive events that take place in his life (marriages, alienated children, perishing friends and relatives) and gradually are encoded with rising frequency in the operations he is obliged to go through in full or partial anaesthesia. Everyman is so damn close to death, Everyman is so damn eager to forget it every time, Everyman's life seems tidy and well arranged, rectangular, geometrical; in reality there is a Chaos realm, under the precise map. The scene with the geometry of the grave digger is a very telling one. A good book really.

Labels: , ,

Friday, April 06, 2007

Αλιβάνιστος


- Σώνουν, Κυρά μου, οι προσευχές, σώνουν
και οι μετάνοιες
και τον υιόν σου πιάσανε και στον χαλκιά τον πάνε
κι στου Πιλάτου τας αυλάς εκεί τον τυραννάνε.
Η Παναγιά σαν τ' άκουσε έπεσε και λιγώθη.
Σταμνί νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχο
και τρία νεροδόσταμνα για να της έρθει ο νους της.
Και σαν της ήρθ' ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της
ζητάει μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμό να πάει να πέσει,
ζητάει τ' αργυροψάλιδο να κόψει τα μαλλιά της.




Η Παναγιά πλησίασε, γλυκά τόν(ε) ρωτάει:
- Δε μου μιλάς, παιδάκι μου, δε μου μιλάς, παιδί μου;
- Τι να σου πω, μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις.
Σύρε, μάνα μ', στο σπίτι σου, κάμε την προσευχή σου
βάλε κρασί στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
και δώσε την παρηγοριά να την(ε) λάβουν κι άλλοι.
Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά το μεσονύχτι
που θα λαλήσ' ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες.


Παράφωνη ήταν πάντα η δημοτική μας Φιλαρμονίκη. Ήταν όμως ένας κήπος παιδιών κι εφήβων. Τόσο ήσυχη, θέλω να πω σιωπηλή, ήταν η κωμόπολή μας που άκουγα τις πρόβες τους. Παλιότερα μάλιστα σε ένα πατάρι, απέναντι από το σπίτι μου, εκγυμνάζονταν. Ποτέ δεν έδωσε έδωσε συναυλία, ποτέ φανφάρα με διασκευασμένα τραγούδια. Ήταν για εθνική κι εκκλησιαστική χρήση. Τη Μεγάλη Παρασκευή, ο Επιτάφιος. Τότε μόνο ακούονταν οι παραφωνίες της σωστές, σαν προϋπολογισμένες, ένεκα που ταίριαζαν στο λυγμό. Περνώντας, μας έρραιναν κάποιες μαυροφορεμένες με κολώνια από τα μπαλκόνια τους. Στους τενεκέδες με τις γαρυφαλιές είχαν βάλει σειρά τα κεράκια. Το καθένα κι ένας δικός τους απών, φαντάζομαι. Στάση, δέηση, συνέχεια, φανφάρα. Τόσο με ανατρίχιαζε το όλον πράγμα που έλεγα δεν θα ξημερώσει η επαύριο. Προμηθευόμουν το μελισσοκέρι μου από τα κηροπλαστεία της Καβάλας με μεγαλύτερη φροντίδα απ'ό,τι έκανα για τη λαμπάδα της Ανάστασης. Όταν κάποτε άκουσα την τυποποίηση ότι οι Καθολικοί ρέπουν περισσότερο στο Πάθος από εμάς, απόρησα. Γίνεται λοιπόν να φτάσει η κλιμάκωση σε ψηλότερες κορυφές; Ή μήπως ταιριάζει στο θεολογικό Προκρούστη κάποιου μεγαλώνυμου;...

Labels: , ,

Thursday, April 05, 2007

Paques des exiles

Majd, growing vague in distance, sent me the following "thought", while he prepares for Easter in Indianapolis:

THE NEW LAND

And so, I come to the new land, dragging the baggage of the old land with me.
I impose the old maps on the new places.
The old vegetation springs newly named in the new land.

I have traveled a great distance and still my arrival is a dream.
The old land is under everything
- like the old landscapes found glowing faintly under the skins of forgotten portraits.

My life is becoming like the kneading of bread, an endless turning in on itself; the dailiness alone sustains me.

My life is like the transitions of the language: I find myself in the translucent streets of the new land, shouting in a voice no one seems to hear: however, moreover, nonetheless,furthermore, . . .

and so he brought back to my memory that poem of Blaise Cendrars "Paques a New York"

Lord, the dawn has slipped in cold as a shroud and has laid the skyscrapers bare in the clouds.
Already the city is alive with sound,trains thunder and roll underground.
The trains bound and rumble and shudder away,bridges are seized by the railway.
The city trembles. Cries, smoke and fire and the raucous wail of steam sirens.
Fevered from gold sweats this throng jostle and cram down tunnels dim and long.
In the maze of plumed roofs the sun’s so murky,it’s your Face gobs of spit have made dirty.

Lord, I return tired and mournful, alone . . .my room is bare as a tomb . . .
Lord, I’m all alone, I’ve a fever . . .my bed is cold as a coffin . . .
Lord, I close my eyes, my teeth are chattering . . .I’m too alone. I’m cold. I’m calling . . .
A hundred thousand spinning tops dance before my eyes . . .no . . . a hundred thousand women . . . no . . . a hundred thousand cellos . . .
I think, Lord, of the hard times . . .I think, Lord, of the gone times . . .
I no longer think of You. I no longer think of You.
New York, April 1912

Labels: , ,